Ας τα πάρουμε με τη χρονική σειρά ίδρυσης: Ποτάμι, Ελιά,
Δημοκρατική Συμπαράταξη, Κίνημα Αλλαγής.
Τέσσερα κόμματα, τέσσερα κινήματα, τέσσερις παρατάξεις με δυσδιάκριτα
μεταξύ τους όρια και διαχωριστικές γραμμές, σε σημείο που αυτές να μπλέκονται
και να οδηγούν σε έναν αναπόφευκτο μονόδρομο,
που ακούει σε ένα πασίγνωστο όνομα: ΠΑΣΟΚ.
Από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2014, όταν το κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη
έμπαινε στην πολιτική ζωή του τόπου, διεκδικώντας ένα ακόμη κομμάτι
από την «πίτα» της Κεντροαριστεράς -αλήθεια, πόσα κομμάτια έχει πια
αυτή η «πίτα»;- μέχρι και σήμερα, που διεξάγεται το ιδρυτικό συνέδριο
του Κινήματος Αλλαγής, φαίνεται ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας
έχει αποφασίσει να... ξοδέψει πολύ ΠΑΣΟΚ, για να μην βλέπουμε
τον ΣΥΡΙΖΑ -επιτρέψτε μας να παραφράσουμε
λίγο τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Ουδόλως, όμως, μοιάζει να τα έχει καταφέρει.
Διότι, είναι στη διάρκεια των ετών αυτών, από το 2014 έως τις μέρες μας,
που ο ΣΥΡΙΖΑ «γιγαντώθηκε» και έγινε κόμμα εξουσίας, την ώρα
που τα άλλα κόμματα που «σφετερίζονταν» τον χώρο της Κεντροαριστεράς
έμειναν απλά να παρακολουθούν τις εξελίξεις, περιορίζοντας
τις πολιτικές τους φιλοδοξίες στον διεμβολισμό της παράταξης
του Αλέξη Τσίπρα, δίχως ωστόσο να καταφέρουν να πετύχουν έστω αυτό...
Οι πιο πολλοί, άλλωστε, του «παλαιού ΠΑΣΟΚ, του ορθόδοξου», προτίμησαν
να «μετακομίσουν» στην Κουμουνδούρου, με μόνο κίνητρο να μην χάσουν
τις καρέκλες της εξουσίας, στις οποίες είχαν νομοτελειακά εθιστεί.
Το άγραφο δόγμα, βέβαια, θέλει όλους να είμαστε -ή να κρύβουμε μέσα μας,
άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- ΠΑΣΟΚ.
Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, άλλωστε, όταν το κόμμα
που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 ήταν αυτό
που κυριάρχησε επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στην πολιτική ζωή του τόπου;
Αυτή ακριβώς η διαπίστωση, ωστόσο, αυτή η πραγματικότητα, αν προτιμάτε,
είναι που «τορπιλίζει», υπονομεύει και καταλήγει να εγκλωβίζει
κάθε προσπάθεια των αυτόκλητων εκφραστών της σύγχρονης Κεντροαριστεράς
να πείσουν ένα ευρύ κοινό ότι αποτελούν κάτι περισσότερο,
από μια συνέχεια του παλιού ΠΑΣΟΚ, που δεν λέει να κάνει στην άκρη
και να αποδεχθεί τη φυσιολογική φθορά του χρόνου, που το μετέτρεψε
από κατ' εξοχήν κίνημα εξουσίας, σε ένα κόμμα που «βολοδέρνει»
μεταξύ τρίτης και τέταρτης θέσης στις εκλογές (Σεπτέμβριος 2015)
και στις δημοσκοπήσεις, με ποσοστά που κυμαίνονται
από 8% έως 12% -στην καλύτερη των περιπτώσεων και μόνο όταν
οι δημοσκόποι αποδεικνύονται εξαιρετικά... γαλαντόμοι.
Ένα κόμμα που δεν εμπνέει, ένα κόμμα που δεν πείθει ότι έχει το βλέμμα του
στραμμένο στο μέλλον, αφού δεν εννοεί, σε καμία των περιπτώσεων,
να κόψει «μαχαίρι» τους δεσμούς με το παρελθόν.
Εάν ήθελε να το κάνει, άλλωστε, δεν θα ευαγγελιζόταν ότι πρεσβεύει
κάτι νέο στον πολύπαθο πολιτικό βίο του τόπου, καλώντας στο βήμα
των ομιλητών του ιδρυτικού συνεδρίου του Κινήματος Αλλαγής
τον Γιώργο Παπανδρέου, που έβαλε την χώρα στον φαύλο κύκλο
των Μνημονίων και τον Κώστα Σημίτη, που «άνοιξε τον ασκό του Αιόλου»
για την χώρα, βάζοντάς την στο ευρώ, δίχως να έχει υπάρξει καμία
ουσιαστική προετοιμασία για τη νέα πραγματικότητα που κλήθηκε
να αντιμετωπίσει έκτοτε ο Έλληνας πολίτης και φορολογούμενος
στην καθημερινότητά του.
Και αν η πλειοψηφία της κοινωνίας αδιαφορεί ή φτάνει και να λοιδορεί
το νέο εγχείρημα, που ακούει στο όνομα «Κίνημα Αλλαγής»,
απαξιώνοντάς το με εκφράσεις του στιλ «το παλιό ΠΑΣΟΚ άλλαξε ΑΦΜ,
για να γλιτώσει τα χρέη», το πώς αντιμετωπίζεται το Κίνημα Αλλαγής
από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές στην πολιτική ζωή του τόπου,
είναι χαρακτηριστικό και αποτυπώθηκε μέσα από τις ομιλίες-χαιρετισμούς
των Κυριάκου Μητσοτάκη, Γιάννη Δραγασάκη και Βασίλη Λεβέντη
κατά την πρώτη μέρα του συνεδρίου.
Οι δύο πρώτοι, για λογαριασμό ο ένας της ΝΔ και ο άλλος του ΣΥΡΙΖΑ,
«βλέπουν» το Κίνημα Αλλαγής ως «τσόντα», που θα γίνει «ουρά» τους
για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού είτε «γαλάζιας»
είτε «ροζ» απόχρωσης, όταν και όποτε γίνουν εκλογές.
Και ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων είχε το πολιτικό σθένος
ή την άγνοια κινδύνου να παρατηρήσει ενώπιον των συνέδρων ακριβώς αυτό:
ότι δεν μπορούν να συνθηματολογούν για το μέλλον, την ώρα
που ανεβάζουν στο βήμα, μεταξύ άλλων, τον Γιώργο Παπανδρέου
και τον Κώστα Σημίτη.
Όπως ήταν φυσικό, ο κ. Λεβέντης αποδοκιμάστηκε έντονα,
όταν επιτέθηκε στους δύο πρώην πρωθυπουργούς.
Καμία έκπληξη... Σε ποιον αρέσει να ακούει αλήθειες;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου