Μια από τις σημαντικότερες στιγμές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου υπήρξε
η ατυχής προσπάθεια των Βρετανών και των Γάλλων της Αντάντ,
κατά την περίοδο 25 Απριλίου 1915 έως 9 Ιανουαρίου 1916, να ελέγξουν
τα Δαρδανέλια, καταλαμβάνοντας τη χερσόνησο της Καλλίπολης
στην Ανατολική Θράκη.
Στρατηγικός στόχος της επιχείρησης ήταν να καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη
και να τεθεί εκτός του πολέμου η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία βρισκόταν
υπό τον έλεγχο των ακραίων εθνικιστών, των Νεότουρκων, και να αποκτηθεί
κατευθείαν σύνδεση με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία ήταν πολύτιμος
σύμμαχος της Αντάντ στον αγώνα
κατά των Γερμανο-Αυστριακών των Κεντρικών Δυνάμεων.
Η αποτυχία της επιχείρησης είχε ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη
του πολέμου, εφόσον παρέτεινε τη διάρκειά του.
Οι δυνάμεις της Αντάντ δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν άμεση επαφή
με τις ρωσικές δυνάμεις, κάτι που είχε ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις
στο Ανατολικό Μέτωπο και ευνόησε τις προσπάθειες
της γερμανικής κατασκοπείας να υπονομεύσει εσωτερικά
την πολιτική ζωή της Ρωσίας.
Παράλληλα, καθόρισε αρνητικά τις σχέσεις των συμμάχων
με τις ελληνικές φιλογερμανικές πολιτικές δυνάμεις που είχαν επιβάλει
την ουδετερότητα της Ελλάδας, αλλά και επέτρεψε στους Νεότουρκους
να θέσουν σε εφαρμογή τα σχέδιά τους για εξόντωση
των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας.
Το διεθνές πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μία από τις αποφασιστικότερες στιγμές
της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Η ανάδυση της Γερμανίας ως σημαντικής δύναμης κατά το τελευταίο
τέταρτο του 19ου αιώνα άλλαξε τις γεωπολιτικές ισορροπίες
που επικρατούσαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά τους τελευταίους αιώνες.
Η δυναμική ανάπτυξη της γερμανικής βιομηχανίας και ενός εξωστρεφούς
γερμανικού κεφαλαίου θα οδηγήσει στην προσπάθεια για εξασφάλιση
φτηνών πρώτων υλών και νέων αγορών.
Η μιλιταριστική δομή του γερμανικού κράτους συμπλήρωσε τις επεκτατικές
επιδιώξεις του γερμανικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να προκληθεί
η σύγκλιση δυνάμεων που έως τότε είχαν ανταγωνιστικές σχέσεις,
όπως η Γαλλία, η Αγγλία και η Ρωσία.
Η Αυστροουγγαρία είχε βλέψεις προς τη χερσόνησο της Βαλκανικής
και εποφθαλμιούσε το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Ακριβώς γι’ αυτό ενοχλήθηκε από το αποτέλεσμα του 2ου Βαλκανικού Πολέμου,
που διαμορφώθηκε από τη νίκη των ελληνικών και σερβικών στρατευμάτων
επί της Βουλγαρίας.
Με αποτέλεσμα τη δήλωση του Αυστριακού αυτοκράτορα:
«Η Αυστρία και η Γερμανία δεν μπορούν να δεχτούν τη Συνθήκη
του Βουκουρεστίου (σ.σ.: Aύγουστος 1913) ως οριστικό διακανονισμό
του Βαλκανικού Ζητήματος.
Μόνο ένας γενικός πόλεμος θα δώσει την αρμόζουσα λύση».
Ο γενικός πόλεμος που φανταζόταν ο Αυστριακός αυτοκράτωρ και απηχούσε
τις βλέψεις των Γερμανών, θα άρχιζε με αφορμή τη δολοφονία στο Σεράγεβο
από Σερβοβόσνιους εθνικιστές του αρχιδούκα Φερδινάνδου,
διαδόχου του θρόνου.
Παρ’ όλη την προσπάθεια της Σερβίας να αποφύγει τον πόλεμο,
η Αυστροουγγαρία με τη συναίνεση των Γερμανών, κήρυξε τον πόλεμο
στις 28 Ιουλίου 1914 (με το νέο ημερολόγιο).
Στις 30 Ιουλίου 1914 η Ρωσία κάλεσε γενική επιστράτευση
για να βοηθήσει άμεσα τη Σερβία.
Η Γερμανία κήρυξε την 1η Αυγούστου πόλεμο εναντίον της Ρωσίας
και δύο ημέρες αργότερα κατά της Γαλλίας.
Η εισβολή της Γερμανίας στη Γαλλία μέσω του Βελγίου οδήγησε
στην εμπλοκή της Μεγάλης Βρετανίας.
Στις 2 Αυγούστου οι Νεότουρκοι υπέγραψαν μυστική συνθήκη με τη Γερμανία.
Στις 5 Αυγούστου η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας
και την επόμενη μέρα η Σερβία κατά της Γερμανίας, το Μαυροβούνιο
κατά της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.
Την 1η Νοεμβρίου η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας
και το ίδιο έπραξαν και οι σύμμαχοί της, ενώ αγγλικές δυνάμεις
αποβιβάστηκαν στον Περσικό Κόλπο.
Με την είσοδο της νεοτουρκικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο
δημιουργήθηκαν τρία νέα μέτωπα: Καλλίπολη, Καύκασος, Μεσοποταμία.
Με δύο αντιτιθέμενες στρατηγικές η Ελλάδα
Η έναρξη του πολέμου διαμόρφωσε ένα νέο σκηνικό για τον ελληνισμό,
τόσο αυτόν της ελλαδικής επικράτειας (περίπου 4,5 εκατομμύρια άτομα),
όσο και αυτόν που κατοικούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (2,2-2,6 εκατ.)
Η Ελλάδα είχε καταφέρει να κερδίσει γεωγραφικά
με τους Βαλκανικούς Πολέμους και να αυξήσει τη γεωπολιτική της αξία.
Παρότι με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου μπόρεσε να κατοχυρώσει τα κέρδη,
εντούτοις παρέμεναν επί σκηνής σημαντικές απειλές.
Αφενός η ρεβανσιστική πρόθεση της Βουλγαρίας, που εποφθαλμιούσε
την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και αφετέρου η αμφισβήτηση
της ελληνικής κυριαρχίας επί των μικρασιατικών νησιών
του Ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος), των οποίων το ζήτημα
της πολιτικής κυριαρχίας δεν είχε προσδιοριστεί από τη Συνθήκη.
Παράλληλα, στο εσωτερικό
πολιτικό μέτωπο υπήρχαν
δύο αντιτιθέμενες στρατηγικές.
Την πρώτη εξέφραζε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος
και ήταν προσανατολισμένη προς την Αντάντ.
Η πολιτική αυτή βασιζόταν σε κάποιους ευδιάκριτους άξονες,
όπως η θετική στάση της Μεγάλης Βρετανίας στο ζήτημα του καθεστώτος
του Αιγαίου, η παροχή εξοπλισμού και τεχνογνωσίας για την εξισορρόπηση
της βοήθειας που έδιναν οι Γερμανοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,
η αντίθεση στην πολιτική επιλογή των Κεντρικών Δυνάμεων
(Γερμανία, Αυστρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, κ.ά.)
για τη δημιουργία Μεγάλης Βουλγαρίας, η συνάφεια των ζωτικών
συμφερόντων της Ελλάδας με την κυρίαρχη στους θαλάσσιους
εμπορικούς δρόμους Μεγ. Βρετανία, η απόκτηση εδαφικών κερδών
από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο άλλος πολιτικός πόλος κινήθηκε γύρω από μια φιλογερμανική πολιτική
και είχε ως εκφραστές τον Μονάρχη και το Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Επιφανείς εκπρόσωποί του ήταν οι Ι. Μεταξάς, Γ. Στρέιτ, Β. Δούσμανης.
Τον πόλο αυτό συντόνιζε η γερμανική πρεσβεία, η οποία επηρέαζε
καθοριστικά την κοινή γνώμη, έχοντας εξαγοράσει
μεγάλο μέρος του αθηναϊκού Τύπου.
Το πολίτευμα της Ελλάδας που έδινε στον Μονάρχη
αυξημένη δυνατότητα παρέμβασης στην πολιτική ζωή,
μαζί με τη δράση των Γερμανών πρακτόρων
και των φιλογερμανικών κύκλων της Αθήνας,
επέβαλε την πολιτική
της Ουδετερότητας και της μη τήρησης
των συμμαχικών υποχρεώσεων προς τη Σερβία,
όπως αυτές είχαν διατυπωθεί με τη Συνθήκη
του Βουκουρεστίου.
Οργανωμένες εκκαθαρίσεις των χριστιανών της Ανατολής
Την ίδια περίοδο, ο ακμαίος ελληνισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
άρχισε να βιώνει τις πολιτικές αποφάσεις περί εξόντωσης των χριστιανικών
πληθυσμών, που είχε πάρει η ακραία πτέρυγα των Νεότουρκων
της οργάνωσης «Ενωση και Πρόοδος» από τον Οκτώβριο του 1911.
Μετά την πλήρη κυριαρχία της σκληρής αυτής τάσης
επί των φιλελεύθερων Οθωμανών το 1913, άρχισε η υλοποίηση των σχεδίων
για γενικευμένη εθνική εκκαθάριση.
Η νέα ακραία εθνικιστική κυβέρνηση συγκροτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1914
υπό τους: Ενβέρ πασά, Ταλαάτ μπέη, Τζεμάλ πασά, Τζαβίτ μπέη.
Η επιδίωξη των φιλελεύθερων Οθωμανών για διαμόρφωση μιας κοινής
οθωμανικής ταυτότητας, ανεξάρτητα από την εθνοτική καταγωγή
και τη θρησκευτική πίστη, αντικαταστάθηκε από την προσπάθεια
για βίαιη κατασκευή ενός καινοφανούς τουρκικού έθνους.
Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις
από την περιοχή των Δαρδανελίων.
Ο J. Williams γράφει ότι μια αποστολή ανέφερε ότι
στις 7 του Ιουλίου του 1913 τα οθωμανικά στρατεύματα συνέλαβαν τους Ελληνες
της Καλλίπολης με βίαιο τρόπο και ότι «καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν
και κάηκαν όλα τα ελληνικά χωριά κοντά στην Καλλίπολη».
Εκτός από την πόλη οι Ελληνες κατοικούσαν και στα εξής χωριά της χερσονήσου
της Καλλίπολης: Μάδυτος, Κριθιά, Μικρά και Μεγάλη Ανάφερτος,
Γαλατάς, Αγγελοχώρι, Βεργάς και Νεοχώρι.
Ομως η έναρξη της συστηματικής εθνικής εκκαθάρισης θα γίνει
στις 6 Απριλίου του 1914, στην Ανατολική Θράκη, οπότε και οι Ελληνες
πολλών χωριών της επαρχίας Aρκαδιουπόλεως και της Bιζύης,
αλλά και άλλων, όπως η Ραιδεστός και οι Σαράντα Εκκλησιές,
θα υποστούν τη νεοτουρκική βία.
Αυτόπτης μάρτυς
Η πολιτική αυτή θα επεκταθεί και στις ελληνικές περιοχές της Ιωνίας.
Με αφορμή την καταστροφή της Φώκαιας στις 13 Ιουνίου 1914,
ο Γάλλος αρχαιολόγος Felix Sartiaux, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυς, έγραψε:
«Λεηλατούν, πυρπολούν, σκοτώνουν ψυχρά,
χωρίς μίσος, κατά μια έννοια μεθοδικά.
Επικεφαλής τους είναι δύο άτομα που πολλοί γνωρίζουν στην περιοχή
ως ενεργά μέλη της τοπικής Επιτροπής “Ενωση και Πρόοδος”.
Εφαρμόζουν πρόγραμμα, που τους έχουν σχεδιάσει στο όνομα των ανώτερων
συμφερόντων της Αυτοκρατορίας και της θρησκείας.
Η λεηλασία, οι προσωπικές εκδικήσεις, ο βιασμός είναι ο μισθός τους…»
(Felix Sartiaux, «Le sac de Phocee et l’ expulsion
des Grecs ottomans d’ Asie Mineure», Ιούνιος 1914).
Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam γράφει: «Οι βίαιες απελάσεις
και εκδιώξεις από την περιοχή της Ανατολικής Θράκης άρχισαν την άνοιξη
και το καλοκαίρι του 1913. Οι επιθέσεις εναντίον του ντόπιου
χριστιανικού πληθυσμού συνεχίστηκαν όλο τον χρόνο,
όμως μετά τον Μάρτιο του 1914 άρχισαν να παίρνουν πιο συστηματική μορφή.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των εφαρμοζόμενων πολιτικών ήταν:
1) Επιθέσεις σε ελληνικά χωριά και χωρικούς από τις μονάδες
της Ειδικής Οργάνωσης, με την κεντρική διοίκηση (κυβέρνηση)
να ισχυρίζεται και να ενεργεί σαν να μην έχει καμία σχέση με την όλη υπόθεση.
2) Εξαναγκασμός ατόμων/πληθυσμών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους
λόγω της τρομοκρατίας και των δολοφονιών.
3) Αδειασμα ολόκληρων χωριών και στρατολόγηση όλου του ανδρικού
πληθυσμού που ήταν σε ηλικία στράτευσης σε τάγματα εργασίας.
4) Κατάσχεση των ελληνικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων
και μεταβίβασή τους σε μουσουλμάνους....«
Την ίδια πολιτική, με μεγαλύτερη όμως ένταση θα ασκήσουν οι Νεότουρκοι
και κατά των Αρμενίων.
Η κατάληξη του πολέμου του Καυκάσου με τη συντριπτική ήττα
των νεοτουρκικών στρατευμάτων από τον ρωσικό στρατό στη μάχη
του Σαρίκαμις τον Ιανουάριο του 1915,
προκάλεσε την οργή του οθωμανικού λαού.
Φαίνεται ότι με παραινέσεις των ξένων συμβούλων, η οργή διοχετεύτηκε
σε ένα τυφλό πογκρόμ κατά του αρμενικού πληθυσμού και προκάλεσε
την Αρμενική Γενοκτονία.
Η 24η Απριλίου του 1915 θεωρείται ως η συμβολική ημέρα
έναρξης της Γενοκτονίας.
Τότε συνελήφθη η ηγεσία των Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη
και εκατοντάδες Αρμένιοι της Κωνσταντινούπολης δολοφονήθηκαν.
Δεν γνωρίζουμε εάν η έναρξη της εκστρατείας της Καλλίπολης
(Μάρτιος 1915) επιτάχυνε την απόφαση των Νεότουρκων για εξόντωση
των Αρμενίων στο πλαίσιο της προαποφασισμένης Γενοκτονίας
των χριστιανικών κοινοτήτων.
Η εκστρατεία της Καλλίπολης και
οι συνέπειες για συμμάχους και Ελληνες.
Σημαντικές ήταν οι συνέπειες από την αδυναμία των συμμάχων να καταλάβουν
τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη και να θέσουν εκτός του πολέμου
τους Νεότουρκους. Τόσο στην εξέλιξη του πολέμου, όσο και στην ένταση
της πολιτικής των Γενοκτονιών των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων.
Η άρνηση της Ελλάδας να πάρει μέρος στη συμμαχική προσπάθεια
είχε πολλαπλές επιπτώσεις στη θέση της στο μεταπολεμικό τοπίο.
Εξαιτίας της άρνησης, η Ιταλία κατάφερε να ενισχύσει τη θέση της
για την απόκτηση των περιοχών Αϊδινίου και Σμύρνης,
γεγονός που καθόρισε την ιταλική συμπεριφορά μετά τον Μάιο του 1919.
Ο Ελληνας μονάρχης θα θεωρηθεί συνυπεύθυνος της συμμαχικής ήττας
στα Δαρδανέλια και η επαναφορά του στον θρόνο μετά τις μοιραίες εκλογές
του Νοεμβρίου του 1920 θα οδηγήσει στη διάρρηξη του συμμαχικού
μετώπου, στη βαθμιαία εγκατάλειψη της Ελλάδας την περίοδο
της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την προσέγγιση
προς τους Τούρκους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ.
Η νίκη των συμμάχων στην Καλλίπολη θα σήμαινε άμεσο τερματισμό
της Γενοκτονίας των Αρμενίων, το σταμάτημα των διώξεων
κατά των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας,
την αποφυγή της Γενοκτονίας στον Πόντο (1916),
καθώς και μεταπολεμικά κέρδη ασυγκρίτως μεγαλύτερα από αυτά
που έλαβε η Ελλάδα με την καθυστερημένη είσοδό της
στον πόλεμο (Μάιος 1917), ενώ η κατευθείαν επαφή των συμμάχων
με τα ρωσικά στρατεύματα θα απέτρεπε την εξάπλωση της οικονομικής
και πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Η χερσόνησος της Καλλίπολης, όπως και το μεγαλύτερο μέρος
της Ανατολικής Θράκης, αποδόθηκε στην Ελλάδα
με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) και αποτέλεσε τμήμα
του ελληνικού κράτους.
Ομως με τη Συνθήκη της Λωζάννης (Ιούλιος 1923) θα χαθεί οριστικά
για την Ελλάδα, εντασσόμενη στο νέο τουρκικό έθνος-κράτος
που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου