Του Παναγιώτη Φρούντζου, Δημοσιογράφου - "Αιρετικά"
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (ΠΠΓ) και ο Παπαφλέσσας: δυο παπάδες
που η ιστοριογραφία χρησιμοποίησε για να συνθέσει το εθνικό αφήγημα
της Επανάστασης του 1821.
Ο ένας, ο ΠΠΓ, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του παλιού κόσμου, εκείνου
που χανόταν μέσα στις φλόγες του ξεσηκωμού, κι έδωσε αγώνα για να παραπέμψει
στις ελληνικές καλένδες την πιθανότητα του ξεσηκωμού των γκιαούρηδων
ενάντια στους αφεντάδες τους.
Γιατί ο ΠΠΓ ήταν από τους κυριότερους εκπροσώπους της φάρας
των (χριστιανών) εξουσιαστών των ραγιάδων.
Και όταν τα γεγονότα πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας
ο ΠΠΓ αφέθηκε στη ροή τους.
Δεν υπήρξε σημαντική προσωπικότητα του 1821, αλλά μελλοντικοί
ιστοριογράφοι σμίλεψαν πάνω στο μάρμαρο της Ιστορίας μια μορφή
που το φως της θα μπορούσε να μείνει άσβηστο στην αιωνιότητα.
Θα μπορούσε - αν δεν αποκαλυπτόταν μέρος τουλάχιστον της αλήθειας.
Κανένας ξεσηκωμός δεν ξεκίνησε στην Αγία Λαύρα, κανένα λάβαρο
της επανάστασης δεν ευλόγησε ο ΠΠΓ στο μοναστήρι.
Ολα ψέματα.
Αντίθετα, ο αρχιερέας υπήρξε εξαιρετικός γλεντοκόπος
και άλλο τόσο εξαιρετικός αργυραμοιβός.
Με άλλα λόγια το υποκριτικό πρόσωπο του παλιού κόσμου που ήθελε
να γκρεμίσει ο Γρηγόριος Δίκαιος ή Παπαφλέσσας, ο οποίος διάλεξε
τον δρόμο του ιερωμένου για να ξεχωρίσει, να ξεφύγει από τη φτώχεια.
Διάλεξε τον δρόμο της επανάστασης για να ξεμπερδεύει με τον παλιό κόσμο,
αυτόν που διαιώνιζαν Οθωμανοί και χριστιανοί εξουσιαστές.
Ο θάνατός τους ενδεικτικός της ζωής τους:
ο ΠΠΓ πέθανε από εξανθηματικό τύφο
αν και υπάρχει η ανεπιβεβαίωτη φήμη
πως δηλητηριάστηκε,
ο Παπαφλέσσας πέθανε πολεμώντας
στο ταμπούρι του στο Μανιάκι.
Ο Γεώργιος που ονομάστηκε Γερμανός
Δεν υπήρξε ακριβώς άγιος, δεν υπήρξε ακριβώς ήρωας, δεν υπήρξε ακριβώς
πατριώτης (ούτε με τους όρους του 19ου αιώνα).
Ο ΠΠΓ υπήρξε το ιδανικό όχημα για να μεταφέρει στον χρόνο την αφήγηση
της επίσημης εκκλησίας για τον πρωτοπόρο ρόλο της στον ξεσηκωμό.
Αποδείχτηκε ο ιδανικός ήρωας/φορέας της εθνικής παραμυθίας κυρίως χάρη
στο κατασκεύασμα του Γάλλου περιηγητή Φρανσουά Πουκεβίλ (Αγία Λαύρα),
ο οποίος δεν παραλείπει να αναφέρει πως ο μητροπολίτης φίλος του
συμμετείχε στα γεγονότα μιας και δεν μπορούσε να τα αποτρέψει.
Αλλοι λένε ότι γεννήθηκε το 1771 και άλλοι το 1777 στη Δημητσάνα.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Ηταν γιος του κτηματία
και χρυσοχόου -κάποιοι αναφέρουν ότι ήταν εργάτης
στους μπαρουτόμυλους- Ιωάννη Γκάζια και της Κανέλλας Κουκουζή
ή Κουκουζοπούλου. Αποφοίτησε από τη σχολή της Δημητσάνας και πήγε
στον μητροπολίτη Αργους και Ναυπλίου Ιάκωβο, ο οποίος τον χειροτόνησε
διάκο με το όνομα Γερμανός.
Επόμενοι σταθμοί η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας
το 1797 τον θείο του Γρηγόριο
(ο πατριάρχης που αφόρισε τους επαναστάτες),
όταν αυτός αναρριχήθηκε στον πατριαρχικό θρόνο,
όπου και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του.
Ο έρωτας όμως χτύπησε την πόρτα του νεαρού κληρικού.
Αντικείμενο του πόθου του ήταν η αρχόντισσα Αικατερίνη (Κατήνκω) Γκίκα,
στην οποία απηύθυνε ερωτικά στιχουργήματα.
Ο θείος Γρηγόριος (ο Ε') τον έστειλε στον Μόριά το 1806, διορίζοντάς τον
μητροπολίτη στην mo πλούσια μητρόπολη, της Πάτρας
(υπό οθωμανική κατοχή ονομαζόταν Παλαιοί Πάτραι).
Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ η μητρόπολη είχε ετήσιο εισόδημα
30.000 γαλλικά φράγκα ή πιάστρα.
Αν συνυπολογίσουμε το εισόδημα από τις επισκοπές Αίγιου (8.000 πιάστρα),
Καλαβρύτων (10.000 πιάστρα) και Κορώνης (6.000 πιάστρα)
(ήταν στην επιστασία της Πάτρας), αντιλαμβανόμαστε ότι ο ΠΠΓ
είχε τον τρόπο να αντιπαρέρχεται τις δυσκολίες της επίγειας ζωής
με προσωπικά έσοδα 10.000 γρόσια.
Τόσο «σώφρων» υπήρξε στη διαχείριση των οικονομικών του που δάνειζε
συμπολίτες του και μοναστήρια.
Προσοχή: δάνειζε, δεν μοιραζόταν.
Ο τόκος μάλιστα δεν ήταν ευκαταφρόνητος.
Φημολογείται ότι έφτανε στο 15%.
Στην «Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιότατων χρόνων μέχρι του 1821»
ο ιστορικός Στέφανος Ν. Θωμόπουλος (1859-1939) διασώζει το περιστατικό
της δανειοδότησης της Μονής Γηροκομείου με 5.000 γρόσια.
Το 1851 οι κληρονόμοι του διεκδίκησαν δικαστικώς 10.000 γρόσια.
Ο αντίλογος των υποστηρικτών στην τοκογλυφική δράση του
είναι ο πατριωτισμός.
Η πραγματικότητα θα τους απογοητεύσει.
Οταν κατέβηκε στον Μόριά το 1806 μετέφερε τη ρητή εντολή του θείου του,
του Γρηγόριου Ε': να κατευναστούν τα πνεύματα των ραγιάδων.
Είναι η χρονιά που πρόκριτοι και δεσποτάδες της Πελοποννήσου υπακούουν
στο φιρμάνι (διάταγμα) του σουλτάνου που διέταζε τον τοπικό πληθυσμό
να συντρέξει τις αρχές στην εξόντωση των κλεφτών.
Μάλιστα η σουλτανική παραγγελία συνοδεύεται από τον πατριαρχικό
αφορισμό των κλεφτών («εθνικό» έργο του Γρηγόριου Ε').
Η κλεφτουριά αποδεκατίστηκε -ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με κάποια
από τα παλικάρια του διαπεραιώθηκε στη Ζάκυνθο-, αλλά ο ΠΠΓ
με τη βοήθεια του Βελή πασά, γιου του Αλή των Ιωαννίνων
που είχε αναλάβει τα καθήκοντα του Μόρα βαλεσή (πασάς της Πελοποννήσου),
αναδείχτηκε πιο ισχυρός ιεράρχης του Μόριά.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία
(αρκετά αργά, αλλά φημολογούνταν ότι κάποιοι δεν τον εμπιστεύονταν ιδιαίτερα)
και λέγεται ότι ανέπτυξε δράση
για την οικονομική στήριξη του επικείμενου αγώνα.
Οχι τόσο έντονη όσο η συμμετοχή του στα γλεντοκόπια που οργάνωνε
ο Αχαιός κοτζαμπάσης Ανδρέας Λόντος στην Πόλη, όπου βρέθηκε ξανά
ως μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου (1815-18).
Επιστροφή στην Πελοπόννησο και εκών άκων συμμετέχει στην επανάσταση
που είχε ξεκινήσει - όχι φυσικά στην Αγία Λαύρα.
Στις 24 Μαρτίου ευλόγησε τα όπλα και τα μπαϊράκια των οπλαρχηγών
στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα και μία μέρα μετά ανέλαβε
πρόεδρος στο Αχαϊκόν Διευθυντήριον, θεσμό τον οποίο συγκρότησαν
προύχοντες και δεσποτάδες ερήμην του επαναστατημένου λαού.
Λησμονείται από πολλούς ανιστορητές του εθνικού αγώνα πως, όντας
αντιπρόσωπος για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων και την εξαγορά
των χαρεμιών του Χουρσίτ πασά στην πολιορκία της Τριπολιτσάς,
βρέθηκαν δύο αγάδες, ο Μπουσταφάμπεη και ο Δεφτέρ Κεχαγιά, οι οποίοι
τον κατηγόρησαν πως με δόλο υπεξαίρεσε τον πλούτο τους.
Κανονικά η Ιστορία θα έπρεπε να διαιωνίσει τη μνήμη του για την περίφημη
αποστροφή των λόγων του -τα διέσωσε ο Φωτάκος- όταν έμαθε ότι μετά
την καταστροφή του Δράμαλη ο λαός ανακήρυξε αρχιστράτηγο
τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη: «Αίτιον σκανδάλου».
Οπως άλλωστε υπήρξε και η επί γης παρουσία του ΠΠΓ.
Ο φλογισμένος αντάρτης Παπαφλέσσας
Ενα φιλί τού χάρισε την αθανασία ή ίσως ο μύθος για ένα φιλί τού εξασφάλισε
την καλή φήμη στο μέλλον. Γιατί ο Παπαφλέσσας ή Γρηγόριος Δίκαιος,
γεννηθείς στο χωριό Πολιανή Μεσσηνίας το 1788, είχε εξασφαλισμένη
τη φήμη -καλή τε και κακή- με τον βίο και την πολιτεία του πριν
και κατά τη διάρκεια της επανάστασης.
Φλογώδης και φλογισμένος αντάρτης, δεν χωρούσε εύκολα
στο μοναστικό ράσο που φόρεσε για να κλειστεί στο μοναστήρι της Βελανιδιάς
κοντά στην Καλαμάτα και του Αγίου Γεωργίου Ρεκίτσας ανάμεσα
σε Μυστρά και Λεοντάρι.
Μα ούτε κι εκεί μένει όταν τα βάζει με τον ισχυρό άνδρα του Λεονταρίου,
τον σερντάρη (διοικητής) Χουσειν αγά, που εκμεταλλεύεται την αδυναμία
του Παπαφλέσσα στο γυναικείο φύλο - μα να ξελογιάσει αρραβωνιασμένη
ο «στρατιώτης του Χριστού»;
Περνά κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, όπου γνωρίζει
τον Κολοκοτρώνη - οι δυο τους δεν τα συνταίριαζαν ποτέ,
αν και η κόρη του γέρου του Μόριά Ελένη παντρεύτηκε τον αδερφό
του Παπαφλέσσα Νικήτα Δίκαιο.
Επόμενος σταθμός η Κωνσταντινούπολη. Διεκδικεί καλύτερη παιδεία
και κυνηγά τις υψηλές γνωριμίες.
Γνωρίζει τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε' που ενθουσιάζεται
από την πληθωρική του παρουσία και τον χειροτονεί αρχιμανδρίτη.
Ο Παπαφλέσσας θέλει να γίνει αρχιερέας.
Ο συμπατριώτης του Αναγνωστόπουλος ή Αναγνωσταράς
τον μυεί στη Φιλική Εταιρεία.
Είναι 21 Ιουνίου 1818 και ο αρχιμανδρίτης βλέπει μπροστά του
την απελευθέρωση της πατρίδας με προεξάρχοντα τον ίδιο.
Τι κι αν τον χαρακτήριζαν «άσωτο, ασύδοτο, αλαζόνα, μέθυσο,
καταχραστή των συνδρομών των φιλικών, πορνόβιο και απατεώνα»,
αυτός είχε ένα όραμα να υπηρετήσει.
Το 1819 πηγαίνει στη Μολδαβία και τη Βλαχία ως πατριαρχικός έξαρχος
και προετοιμάζει το έδαφος για τον ξεσηκωμό.
Απειλώντας τον Αναγνωστόπουλο μαθαίνει τα πάντα για την Αόρατο Αρχή
(τον ηγέτη της Φιλικής Εταιρείας) και γίνεται μέλος της Ανώτατης Αρχής
με το προσωνύμιο Αρμόδιος.
Φυλακίζεται εξαιτίας της προδοσίας του Ρουμάνου μητροπολίτη Λούπου,
αποφυλακίζεται, γίνεται αδελφοποιτός με τους οπλαρχηγούς
Γεωργάκη Ολυμπίου και Ιωάννη Φαρμάκη, στις 7 Οκτωβρίου 1820
παίρνει μέρος στη σύσκεψη που οργανώνει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
στο Ισμαήλιο και με πλαστά έγγραφα που παρουσιάζει προσπαθεί
να πείσει τους συγκεντρωμένους πως η επανάσταση
πρέπει να ξεκινήσει από τον Μόριά.
Απατεωνίσκος ακόμη και στις πιο μεγαλειώδεις στιγμές του.
Επιστρέφει στην Πόλη τον Νοέμβριο, όπου συνεχίζει την έκλυτη ζωή του
μα παράλληλα και την έντονη εξεγερτική του δραστηριότητα.
Φεύγει στην Πελοπόννησο με 90.000 γρόσια και στις 26-29 Ιανουάριου 1821
συμμετέχει στη σύσκεψη που είχαν οι πρόκριτοι στη Βοστίτσα (Αίγιο)
και προσπαθεί με συνειδητά ψεύδη να τους σπρώξει στον ξεσηκωμό.
Εκεί συγκρούεται με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Γλιτώνει από τους δολοφόνους που στέλνει ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
στις 21 Μαρτίου και δύο ημέρες μετά μπαίνει μαζί του στην ελεύθερη Καλαμάτα.
Τον Ιούλιο προσπαθεί να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη
στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδος και τον Δεκέμβριο βρίσκεται
στην Κορινθία όταν οι Τούρκοι παρέδωσαν την Ακροκόρινθο,
ενώ συμμετέχει ως πληρεξούσιος στην A' Εθνοσυνέλευση και εκλέγεται
γερουσιαστής και αντιπρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Το σαράκι της πολιτικής τον κατατρώει, όπως και της πολεμικής δόξας.
Χτυπάνε τον Δράμαλη με τον Κολοκοτρώνη στο Μαλανδρινό
και με τον Δημήτριο Υψηλάντη στον Αγιο Σώστη
και στο Αγιονόρι (Ιούλιος 1822).
Παίρνει μέρος στη Β' Εθνοσυνέλευση στο Αστρος Κυνουρίας
και στις 27 Απριλίου διορίζεται υπουργός Εσωτερικών
(ακολουθεί τον Ιούλιο και διορισμός του ως υπουργού Αστυνομίας,
πόστο που κρατάει για λίγο) στην κυβέρνηση Κουντουριώτη.
Μινίστρος πια, ο Παπαφλέσσας συμμετέχει ενεργά στον εμφύλιο.
Αρχικά συντάσσεται με τη μερίδα του Κολοκοτρώνη, σύντομα όμως περνά
με εκείνη των προκρίτων και των Φαναριωτών και είναι πολλοί εκείνοι
που του χρεώνουν τη δίωξη και τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη
και των στρατιωτικών της Πελοποννήσου.
Μια θύελλα αντιφάσεων και αντιθέσεων η ζωή του και η δράση του.
Τον Φεβρουάριο του 1825 τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα
του Ιμπραήμ πασά αποβιβάζονται στον Μόριά.
Ο Παπαφλέσσας αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και ζητάει από την κυβέρνηση
να λευτερώσει τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους στρατιωτικούς.
Δεν εισακούγεται και τότε ζητάει να του αναθέσουν
τη «γενική αρχηγία της εκστρατείας κατά των Αράβων»
για να χτυπηθεί με τον Μπραϊμη στο Μανιάκι στη Μεσσηνία.
Πιάνει με τους άντρες του -άλλοι τους υπολογίζουν σε 300,
για να κάνουν την αντιπαραβολή με τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες,
άλλοι σε 600 και άλλοι πάλι τους φτάνουν σε 1.000- τρεις λόφους
σε κλιμακωτή διάταξη.
Δέκα ώρες κράτησε η μάχη στις 20 Μαΐου 1825, λίγοι από τους άντρες
του Παπαφλέσσα επέζησαν.
Μετά τη μάχη ο Ιμπραήμ διέταξε -γράφει ο Φωτάκος- να δέσουν
το κομμένο κεφάλι του Δικαίου στο σώμα του,
«να πλύνωσι τα αίματα από τα γένια του και αν τον επιστηρίξουν
εις ένα ξύλον, ώστε να φαίνεται ότι ίσταται ορθός».
Ο θρύλος επιμένει: ο Μπραΐμης φίλησε τον νεκρό αντίπαλό του.
Ο Παπαφλέσσας ωστόσο δεν χρειαζόταν αυτό το φιλί.
Ενας μπαλζακικός άνθρωπος που παράδερνε στις αντιφάσεις του,
ένας υβριστής της κατεστημένης τάξης που ωστόσο κυνηγούσε το όνειρο
να γίνει κομμάτι της, ένας ευζωιστής, ένας φανατικός ιδεολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου