Είναι γεγονός ότι ο θάνατος απασχόλησε
την ανθρωπότητα από τις πρώτες στιγμές
που συνειδητοποίησε τον εαυτό της.
Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι
το παλιότερο σωζόμενο γραπτό μνημείο
του ανθρώπινου πολιτισμού,
το πανάρχαιο Έπος του Γκιλγκαμές,
περιστρέφεται γύρω από το οντολογικό ερώτημα
γιατί υπάρχει ο θάνατος.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη γιατί ο άνθρωπος
μετέφερε τη συζήτηση για τα της ζωής και τα μετά
της ζωής στις λατρευτικές του πίστεις, καθώς
η οργανωμένη θρησκεία ήρθε τώρα να απαντήσει
στην προαιώνια αυτή ανθρώπινη περιέργεια.
Καθώς διανύουμε λοιπόν τη Μεγάλη Εβδομάδα
και τα Πάθη του Χριστού ξεδιπλώνονται μπροστά μας,
ώρα να ρίξουμε μια ματιά σε θεϊκές οντότητες
που επέστρεψαν από την άλλη πλευρά του ποταμού
της ζωής, αν και η παγκόσμια μυθολογία βρίθει
από τέτοια παραδείγματα.
Το μοτίβο του θεού που πεθαίνει και επιστρέφει
στη ζωή επαναλαμβάνεται διαρκώς σε ολότελα
διαφορετικά πολιτισμικά και θρησκευτικά
περιβάλλοντα, από τον ευρωπαϊκό Βορρά και
τη Μέση Ανατολή μέχρι και τις εσχατιές της Αμερικής.
Η ανάσταση του θεού ενέχει συχνά τόσο κυριολεκτική
όσο και συμβολική χροιά και τα αναρίθμητα
ιστορικά παραδείγματα συνεχίζουν
να επιβεβαιώνουν τη σαγήνη
που ασκούσε και συνεχίζει να ασκεί
ο θάνατος στον άνθρωπο.
Από τις λεγόμενες αβραμικές θρησκείες
και τις παγανιστικές και νεοπαγανιστικές
θρησκευτικές παραδόσεις μέχρι και τις λατρείες
της Ανατολής και του Νέου Κόσμου, η ανάσταση
του νεκρού θεού έρχεται και επανέρχεται,
με την ίδια δυναμική που επιμένει να έρχεται
και να επανέρχεται στον νου του ανθρώπου ο θάνατος…
Ο ταπεινός θεός της Φύσης αρχικά στο αιγυπτιακό θεϊκό στερέωμα αναδείχθηκε
σε μια από τις σημαντικότερες θεότητες του αιγυπτιακού σύμπαντος
όταν άρχισε να διαφεντεύει τη βλάστηση, ακολουθώντας την πορεία
της καλλιέργειας: ο Όσιρις πέθαινε κατά τον θερισμό και αναγεννιόταν με τη σπορά.
Κι έτσι μετατράπηκε σε «Κύριο του Κάτω Κόσμου» και «Άρχοντα των Νεκρών».
Οι αναρίθμητοι αιγυπτιακοί μύθοι για την καταγωγή του Όσιρι κάνουν όλοι λόγο
για τις περιπέτειές του στις δύο όχθες της ζωής και στον δρόμο προς τη θεοποίησή
του πέθανε και αναγεννήθηκε τουλάχιστον δύο φορές.
Είναι γνωστές από τον Πλούταρχο και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη οι μυθολογικές
εκδοχές για την επαναφορά του στη ζωή. Στην πρώτη περίπτωση, ο Όσιρις
δολοφονήθηκε από τον ζηλιάρη αδερφό του Σεθ
και το πτώμα του εναποτέθηκε στον Νείλο.
Η αδερφή και σύζυγός του Ίσιδα περιμάζεψε τη σορό και με τη βοήθεια
μαγικών τελετουργικών τον επανάφερε στη ζωή.
Ο Όσιρις όμως πέθανε λίγο αργότερα
και ήταν πάλι ο Σεθ υπαίτιος: αυτή τη φορά διαμέλισε
το σώμα του και διασκόρπισε
τα κομμάτια του στις τέσσερις γωνιές της οικουμένης.
Η Ίσιδα περιμάζεψε με κόπο τα απομεινάρια του για να τα ενταφιάσει παραδοσιακά
και οι αιγύπτιοι θεοί αναγνωρίζοντας την αφοσίωσή της τον επανέφεραν
από τον κόσμο των νεκρών, θεοποιώντας τον αυτή τη φορά.
Πλέον ήταν ο Θεός των Νεκρών και με την ιδιότητα αυτή αναρριχήθηκε
μέχρι τις πρώτες θέσεις του αιγυπτιακού πανθέου…
Δεν ήταν λίγοι οι μελετητές που έσπευσαν να αναγνωρίσουν αναλογίες
μεταξύ Όσιρι και θεοτήτων του ελληνικού Δωδεκάθεου, φτάνοντας
να τον εξομοιώσουν τελικά με τον Διόνυσο. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν
διάφοροι μύθοι για το πώς απέκτησε ο θεός την επωνυμία «δισσότοκος»
και για το πόσο λυσσαλέα τον κυνήγησε η πάντοτε ζηλιάρα Ήρα, ο δημοφιλέστερος
παραμένει αυτός που θέλει τον Δία να θαμπώνεται από την ομορφιά της παρθένας
κόρης του Κάδμου, Σεμέλης, και να ενώνεται μαζί της. Καρπός
του έρωτά τους ήταν ο Διόνυσος.
Έξαλλη από τη ζήλεια της και θέλοντας να τους εκδικηθεί, η Ήρα εμφανίζεται
στη Σεμέλη και την πείθει να ζητήσει από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της
με τη θεϊκή μορφή του, ως απόδειξη της αγάπης του. Όταν λοιπόν εμφανίστηκε
μπροστά της ο Ζευς σε όλο του το θεϊκό μεγαλείο, η θνητή Σεμέλη δεν άντεξε
τη λάμψη των κεραυνών και των βροντών που έφευγαν από τα χέρια του.
Την τύλιξαν οι φλόγες, αν και ο Δίας πρόλαβε και έσωσε το παιδί που είχε
στα σπλάχνα της, ράβοντάς το τώρα στον μηρό του.
Έπειτα από εννιά μήνες, ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε από το πόδι του πατέρα του,
κάτι που έφερε τα παρατσούκλια «μηρορραφής», «διμήτωρ» και «δισσότοκος»!
Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή, η Ήρα ξαπέστειλε τους Τιτάνες να τον σκοτώσουν.
Αυτοί τον έκοψαν κομμάτια και τον έφαγαν, αφήνοντας μόνο την καρδιά του.
Έπειτα ο Δίας τον ανέστησε κυοφορώντας τον στον μηρό του.
Ο μύθος του θανάτου και της ανάστασης συνδέθηκε και στο ελληνικό πάνθεο
με τη βλάστηση και την καρποφορία και ο Διόνυσος έμεινε τελικά γνωστός
ως θεός του οίνου και της αμπέλου…
Στις παραδόσεις των λαών της Ανατολικής Μεσογείου υπάρχουν τουλάχιστον
μια ντουζίνα θεοί που βιώνουν το δράμα του θανάτου αλλά και τη λύτρωση
της ανάστασης. Πλατιά διαδεδομένη στη Φοινίκη και την Ασία, αιώνες πριν
από τη γέννηση του Ιησού, ήταν η λατρεία του θεού Άδωνι, ενός σημιτικού θεού
δηλαδή που έγινε δεκτός από τους Έλληνες από πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές
του 7ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Άδωνις υπήρξε καρπός
μιας άνομης συνεύρεσης πατέρα και κόρης (του Κινύρα και της Αμαζόνας Σμύρνας),
γεννήθηκε όμως τόσο ωραίος ώστε η ίδια η Αφροδίτη, που προκάλεσε την ειδεχθή
αιμομιξία, τον ερωτεύτηκε παράφορα.
Έδωσε έτσι το βρέφος στην Περσεφόνη να το μεγαλώσει στο βασίλειο του Άδη
και ο Άδωνης έγινε αργότερα ένας πανέμορφος άντρας.
Τόσο η Περσεφόνη όσο και η Αφροδίτη τον ερωτεύτηκαν και τη θεϊκή διαμάχη
ανέλαβε να λύσει ο Δίας, ο οποίος κατέληξε τελικά ότι ο Άδωνις το ένα τρίτο
του χρόνου του θα το περνούσε με την Περσεφόνη, το άλλο τρίτο με την Αφροδίτη
και το υπόλοιπο του χρόνου όπου εκείνος ήθελε. Κάθε φορά που κατέβαινε
ο Άδωνις στον κάτω κόσμο, η φύση πάγωνε και τα λουλούδια μαραίνονταν,
καθώς η κάθοδος του Άδωνι στο βασίλειο του Άδη συμβόλιζε τον χειμώνα.
Όμως ο Άρης καραδοκούσε. Αιώνια ερωτευμένος με την Αφροδίτη, θέλησε
να βγάλει τον Άδωνι από τη μέση, στέλνοντάς τον οριστικά στο σκοτεινό
βασίλειο του κάτω κόσμου. Έτσι μια μέρα που ο Άδωνις είχε πάει για κυνήγι,
ο Άρης μεταμορφώθηκε σε αγριογούρουνο και τον σκότωσε.
Προς τιμή του Άδωνι, εορταζόταν τα Αδώνια, με συμμετοχή αποκλειστικά
γυναικών, που πενθηφορούσαν και τελούσαν «πάντα τα εις κηδείας καθιερωμένα».
Οι γυναίκες θρηνούσαν γοερά και κόπτονταν για τον θανόντα θεό
και την επόμενη μέρα γιόρταζαν την ανάστασή του…
Την ώρα που ο θεός Άττις της Φρυγίας, άλλη μια υπερφυσική οντότητα
συνδεδεμένη με τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, θα μπορούσε κάλλιστα
να περιληφθεί στη λίστα μας καθώς αναστήθηκε την τρίτη μέρα
του θανάτου του (είχε σταυρωθεί πάνω σε δέντρο), ο Μίθρας των Περσών
του έκλεψε όλη τη δόξα. Γνωστός και ως «παγανιστής Χριστός»,
ο θεός των Περσών και μεγάλο όνομα του ζωροαστρισμού γενικεύτηκε
στη Δύση: η λατρεία του Μίθρα ανήκει στις μυστηριακές λατρείες
που αναδύθηκαν κατά την ελληνιστική εποχή ως μια νέα μορφή
θρησκευτικότητας, η οποία έμεινε γνωστή ως μιθραϊσμός.
Ο κόσμος της Ανατολής παντρεύτηκε με τον ελληνορωμαϊκό
και η οικουμενική γέννηση του Μίθρα ήταν γεγονός, ως θεός πλέον
του ουράνιου φωτός, εγγυητής του όρκου, προστάτης της αλήθειας
και εχθρός του ψεύδους. Η λατρεία του εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο
κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. και ενείχε εντυπωσιακές ομοιότητες
με τη χριστιανική ιστορία του Ιησού από τη Ναζαρέτ, όπως η θεία ευχαριστία.
Η ελληνιστική και ρωμαϊκή μυστηριακή λατρεία αντλούσε φυσικά στοιχεία
από τον περσικό θεό, ο οποίος στα ιερά ζωροαστρικά συγγράμματα
ήταν ο Σωτήρας, ο θεός του Ήλιου και το πνεύμα του καλού.
Ο Μίθρας πέθανε και αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, την ίδια ώρα
που οι αναλογίες του με τον Ναζωραίο παραμένουν αξιοσημείωτες.
Ο μιθραϊσμός άκμασε στη Ρώμη και το Βατικανό μάλιστα είναι χτισμένο
στα ερείπια αρχαίου μιθραίου. Όσο για την επιγραφή «Αυτός που δεν θα φάει
από το σώμα μου ούτε θα πιει από το αίμα μου έτσι ώστε να γίνει ένα
με μένα και εγώ με αυτόν, αυτός δεν θα σωθεί», που σώζεται στο Βατικανό,
δεν είναι χριστιανική αλλά μιθραϊκή…