Ο Ηρακλής είναι ηρωική μορφή, κυρίαρχη στην ελληνική μυθολογία.
Η παράδοση τον συνδέει με το Άργος και τη Θήβα, όπου γεννήθηκε,
χώροι στους οποίους θα πρέπει να δημιουργήθηκε κάποτε ως τοπικός ήρωας.
Ωστόσο με τους άθλους και τις πράξεις του ξεπέρασε τα όρια
της τοπικής του παράδοσης και αναδείχθηκε ήρωας πανελλήνιος.
Έτσι, δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν συγκεκριμένο μυθολογικό κύκλο.
Παράλληλα με τους άθλους που εξετέλεσε μόνος του, επιχείρησε
και μεγάλες εκστρατείες, κυρίευσε μάλιστα πρώτος αυτός την Τροία.
Είναι ο μόνος ήρωας που όταν πεθαίνει αξιώνεται να ανεβεί στον Όλυμπο
και να παντρευτεί μια θεά, την Ήβη, για να ζήσει αθάνατος και αγέραστος
ανάμεσα στους Ολύμπιους.
Οι άλλοι μεγάλοι, αγαπημένοι των θεών ήρωες, όπως ο Ορφέας, ο Κάδμος,
ο Αχιλλέας, ο Διομήδης, ζουν στα Ηλύσια Πεδία,
και αυτοί αθάνατοι και αγέραστοι, όχι όμως άξιοι να πατήσουν
το κατώφλι του Ολύμπου.
Είναι εύλογο λοιπόν που οι παραδόσεις για τη ζωή και το έργο του Ηρακλή
παίρνουν μια ιδιαίτερη θέση στο έργο αυτό, χωριστά από τις τοπικές
παραδόσεις των άλλων ηρώων και πριν από τις πανελλήνιες εκστρατείες.
Στον Ηρακλή αντιμετωπίζουμε ένα κάπως παράξενο πρόβλημα
σχετικά με το όνομα του: Ηρακλής είναι της Ήρας το κλέος, η δόξα.
Αν όμως είναι ένας ήρωας που μίσησε η Ήρα, αυτός είναι ο Ηρακλής•
τον κυνήγησε πριν ακόμη γεννηθεί, τον κυνήγησε μωρό, τον κυνήγησε
σε όλη του τη ζωή ως το θάνατο του.
Ποιος το σκέφτηκε να δώσει αυτό το αταίριαστο όνομα στον Θηβαίο ήρωα;
‘ Η, αν το όνομα του είναι πιο παλιό από την έχθρα που του είχε η Ηρα,
γιατί να μη βάλουν κάποιον άλλο θεό να τον καταδιώκει,
ώστε να μη δημιουργηθεί η αντινομία αυτή;
Και μια δεύτερη αντινομία στη ζωή του Ηρακλή: Από τη μια είναι ο μεγάλος,
δωρικός στην αρχή, εθνικός έπειτα ήρωας, από τους Έλληνες
όλους τιμημένος για την παλικαριά του’ που γύρισε τον κόσμο όλο,
για να τον εξημερώσει, λυτρώνοντας τον από αγριανθρώπους, θεριά,
αγρίμια και τέρατα• που με λιγοστούς συντρόφους πάτησε
δυο μεγάλες πολιτείες, την Πύλο και την Τροία, σε λίγες μέσα μέρες•
που τόλμησε να τα βάλει με θεούς, την ‘Ηρα, τον Απόλλωνα
και τον Πλούτωνα• που το βάσταξε η καρδιά του να κατεβεί στον Κάτω Κόσμο.
Έναν τέτοιον ήρωα ήταν φυσικό να τον οικειοποιηθεί η φιλοσοφία:
ο σοφιστής Πρόδικος τον έβαλε να προτιμάει τον ανηφορικό δρόμο της αρετής
από τον εύκολο της κακίας, οι Πυθαγόρειοι τον πρόβαλαν ως το πρότυπο
της αρετής και της καρτερίας, οι Κυνικοί τον έκαμαν αρχηγέτη τους.
«Ο ασκητικός ήρωας, που έκαμε τους άθλους για να δουλέψει
τη βαριά σάρκα του και ν’ αλαφρώσει από την ύλη και να γίνει Θεός.
Η εσωτερική αυτή σημασία του μύθου με κατέχει όλον και στέκεται
μπροστά μου ως ανώτατον υπόδειγμα αρετής.» (Νίκος Καζαντζάκης).
«Τις Πλαγκτές Πέτρες, τους Ταξιδόβραχους, ένα μόνο καράβι
μπόρεσε να τους περάσει, η Αργώ, που την έχουμε όλοι στο στόμα μας»
— ποντοπόρος νηϋς Αργώ πάσι μέλουσα
. Οι λίγες αυτές λέξεις του Ομήρου αποτελούν τη μοναδική μαρτυρία
για μια εποποιία που ανήκε στο ρεπερτόριο των αοιδών γύρω στα 700 π.Χ.
και ιστορούσε το ταξίδι των Αργοναυτών στην Κολχίδα.
Σύμφωνα με το γενεαλογικό διάγραμμα που είχαν καταρτίσει
οι αοιδοί της Ιωνίας, για να βάλουν τάξη στον μυθικό κόσμο των Ελλήνων,
οι ήρωες που ταξιδεύουν με την Αργώ είναι μια γενιά προγενέστεροι
από αυτούς που εκστρατεύουν στην Τροία.
‘ Ετσι, του Αχιλλέα ο πατέρας, ο Πηλέας, ανήκει στους Αργοναύτες,
το ίδιο του Οδυσσέα ο Λαέρτης, του Αίαντα ο Τελαμώνας,
του Εύμήλου ο Άδμητος.
Ο μύθος των Αργοναυτών δεν υπάρχει αμφιβολία πως απηχεί την εξόρμηση
των Ελλήνων στους προηγούμενους αιώνες να αποικίσουν
τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ως το μυχό της.
Όποιος όμως θα δοκίμαζε από τις περιγραφές του Πινδάρου
και του Απολλώνιου να βγάλει εξακριβωμένα ιστορικά στοιχεία,
θα έπαιρνε κακό δρόμο• γιατί τον ιστορικό πυρήνα της εκστρατείας ήρθαν
από την αρχή να τον αλλοιώσουν και να τον πλουτίσουν με φανταστικά
επεισόδια οι επινοήσεις των ποιητών.
Άφθονες αφορμές γι’ αυτές, τους έδιναν οι περιγραφές των ναυτικών
και των εμπόρων από τα μακρινά τους ταξίδια, όπου ήταν φυσικό
οι κίνδυνοι να μεγαλοποιούνται και το μυστήριο της θάλασσας,
μέσα στην άφεγγη ή και στην κακοφωτισμένη από το φεγγάρι νύχτα,
να γεννά βράχους θεόρατους που ταξιδεύουν ή που χτυπιούνται μεταξύ τους,
ακόμα θεριά και τέρατα.
Στις περιγραφές αυτές πρέπει να χρωστά ο αργοναυτικός μύθος
τις Συμπληγάδες, τις Πλαγκτές Πέτρες,
τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τις Σειρήνες.
Βέβαια, για μια τόσο μεγάλη εκστρατεία ήταν φυσική η απαίτηση
να επιστρατευτεί όλος ο ηρωικός κόσμος των χρόνων εκείνων,
στην πραγματικότητα όμως οι πολλοί ήρωες είχαν καταντήσει βάρος
περιττό στον ποιητή που ιστορούσε την εκστρατεία, την ώρα που τώρα
πια έφτανε ένα παλικάρι με καρδιά μόνο και τόσο όμορφο,
ώστε να το αγαπήσει η βασιλοπούλα και να το βοηθήσει
να πετύχει το σκοπό που το είχε φέρει στη μακρινή Κολχίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου