Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Ποιος ήταν λαϊκός ποιητής, Τσοπανάκος, που έδρασε κατά τον αγώνα του 1821.

Ο Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος (Δημητσάνα, 1789-1825)
ήταν λαϊκός ποιητής που έδρασε κατά τον αγώνα του 1821.

Ο Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος 

γεννήθηκε στην Δημητσάνα το 1789.

 Η καταγωγή του ήταν από την επαρχία Καρύταινας. 

Κατά την επανάσταση δεν μπορούσε να κρατήσει όπλο

 λόγω σοβαρής σωματικής αδυναμίας

 επειδή ήταν καμπούρης, κοντός και στραβοπόδης.

 Αν και ανάπηρος είχε μεγάλο ζήλο 

για τον αγώνα και γι'αυτό χρησίμευε

 στα στρατόπεδα και στις πολιορκίες τρέχοντας 

και εμψυχώνοντας τους στρατιώτες. 

Έγραφε δε και στίχους επαινετικούς 

στους στρατηγούς και τους καπεταναίους 

και τον λέγανε «ποιητή της επαναστάσεως». 

Αγαπούσε πολύ να βλέπει τον στρατηγό

 Νικήτα Σταματελόπουλο και όπου

 και αν πήγαινε κει έστεκε, τους στίχους 

που έγραφε τους απήγγειλε

 πρώτα σ' αυτόν, και μετά πήγαινε και στους άλλους και τους έψελνε. 

Βρέθηκε σε μία μάχη, στην οποία ο στρατηγός Νοταράς νίκησε 

και οι στρατιώτες του πήραν πολλά λάφυρα και ζώα, ο Τσοπανάκος 

πήρε ένα άλογο το οποίο του χάρισε ο Νικήτας για να το έχει να πηγαίνει καβάλα

 και να μην κουράζεται. 

Ο Τσοπανάκος όμως, επειδή δεν είχε λεφτά 

για να το ταΐζει του έστειλε αυτό το γράμμα:

Το δώρο σου Νικηταρά, άλογο χωρίς νουρά,

ή μου στέλνεις και κριθάρι, ή σου στέλνω το τομάρι.
    — Τσοπανάκος

Η Πελοποννησιακή Γερουσία τον πλήρωνε τα έξοδά του.

Πέθανε όταν θέλησε να πάει στην Δημητσάνα την πατρίδα του

 καβάλα με το νέο άλογο. 

Ο Φωτάκος αναφέρει ότι στον δρόμο συνάντησε κορομηλιές

 που είχαν κορόμηλα και έφαγε πολλά και πέθανε.
Έργο

Το ποιητικό του έργο το άφησε χειρόγραφο.

 Μετά το θάνατό του, το 1838, τυπώθηκε από τον τυπογράφο

 Ν. Παπαδόπουλο βιβλίο με ποιήματά του:

Άσματα Πολεμιστήρια του υπέρ της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνος

 Στιχουργηθέντα υπό του Παναγιώτου Τσοπανάκου Δημιτσανίτου, 

Και εκδοθέντα υπό του Τυπογράφου Ν. Παππαδόπουλου του εκ Τριπόλεως»
ΠΗΓΗ

Τσοπανάκος ήταν το προσωνύμιο του ποιητή Παναγιώτη Κάλλα, 

που διακρίθηκε με τους εμψυχωτικούς στίχους του κατά την διάρκεια 

των πρώτων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης. 

Οι λόγιοι της εποχής του τού απέδωσαν τους χαρακτηρισμούς «Ομηρίδιον» 

λόγω και του μικρού του ύψους και «Τυρταίος της Επανάστασης».

Ο Παναγιώτης Κάλλας γεννήθηκε το 1789 στην Δημητσάνα της Αρκαδίας 

και ήταν πολύ κοντός, σχεδόν νάνος και καμπούρης. 

«Το ανάστημά του ήτον ως δωδεκαετούς νέου, ο δε χαρακτήρ 

του προσώπου του παιδικός» γράφει ο βιογράφος

 και εκδότης των ποιημάτων του Νικόλαος Παππαδόπουλος.

Από μικρός απέκτησε την ευχέρεια στην στιχουργία, σκαρώνοντας

 σατιρικούς στίχους με τους οποίους ειρωνευόταν 

τα κακώς κείμενα της πατρίδας του. 

Καθόταν σε μια γωνιά της Δημητσάνας και τους απήγγειλε μεγαλοφώνως.

 Εξ αυτού του λόγοι, οι συμπολίτες του τού «κόλλησαν»

 το παρατσούκλι Τσοπανάκος, με το οποίο έγινε γνωστός.

Ο Κάλλας, παρακολούθησε μόνο για δύο χρόνια μαθήματα 

στο Ελληνικό Σχολείο της Δημητσάνας, λόγω προβλημάτων υγείας. 

Ήταν όμως φιλομαθής και όταν ένιωθε καλά, επέστρεφε στα θρανία.

Με την έκρηξη της Επανάστασης άλλαξε τις χορδές της λύρας του

 και αντί σατιρικών επιγραμμάτων συνέθετε θούρια που προέτρεπαν 

τους Έλληνες στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας και υμνούσε 

τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη, του Μιαούλη του Κανάρη

 και των άλλων ηρώων της Επανάστασης.

Απ’ όλους τους Τουρκομάχους θαύμαζε και αγαπούσε τον Νικηταρά, 

και πρώτα σ’ αυτόν διάβαζε τα νέα του ποιήματά. 

Μια μέρα ο Νικηταράς σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά

 του Τσοπανάκου στην Επανάσταση, τού απέστειλε ως δώρο ένα λάφυρο 

από την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια το καλοκαίρι του 1822.

 Ήταν ένα όμορφο άλογο χωρίς ουρά, που θα τού χρησίμευε

 για να περιέρχεται τα στρατόπεδα έφιππος και να εξάπτει

 με τους στίχους του το φρόνημα των μαχητών.

Ο Τσοπανάκος, που ήταν πάμπτωχος και μόλις που κατόρθωνε

 να θρέψει τον εαυτό του, ξαναβρήκε τον σατιρικό του οίστρο

 και ευχαρίστησε τον Νικηταρά με τους παρακάτω στίχους:

Το δώρο σου Νικηταρά
είν’ άλογο χωρίς ουρά

Ή μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι.


Ο Νικηταράς τού έστειλε το κριθάρι που ζητούσε και η Πελοποννησιακή 

Γερουσία ανέλαβε να τόν συντηρεί. 

Ο θάνατος του Τσοπανάκου το 1825 ήταν αρκετά πεζός. 

Καθ’ οδόν προς την Δημητσάνα συνάντησε μια κορομηλιά και αποφάσισε 

να χορτάσει την πείνα του. 

Στάθηκε καβάλα στο άλογο κάτω από το δέντρο και άρχισε

 να καταβροχθίζει λαίμαργα τους καρπούς του. 

«Αφού η φύσις τον εστέρησε το σώμα, του έδωκε μεν πνεύμα πολύ,

 αλλά κοιλίαν μικρήν και αδύνατον και δια τούτο μη δυνάμενος 

να χωνεύση τα κορόμηλα απέθανεν» γράφει ο Φωτάκος 

στους «Βίους Πελοποννησίων Ανδρών».

Τα πατριώτικά του ποιήματα εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του το 1838 

από τον Νικόλαο Παππαδόπουλο με τίτλο 

«Άσματα Πολεμιστήρια του υπέρ της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνος». 

Τα σατιρικά του όμως επιγράμματα χάθηκαν και μόνο κάποια από αυτά

 διασώθηκαν από στόμα σε στόμα.
Πηγή: sansimera.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :