Ένας άνδρας κρητικής καταγωγής,
ο Δημήτρης Τσαφέντας, εκτελεί τον πρωθυπουργό
του Απαρτχάιντ Χέντρικ Φερβούντ στα έδρανα
του Κοινοβουλίου το 1966.
Παρότι η πράξη του ήταν,
για πολλούς πράξη ελευθερίας... και αποτέλεσε
το δρόμο που αργότερα οδήγησε στην απελευθέρωση
του Νέλσον Μαντέλα, έζησε δυστυχισμένος
για πολλά χρόνια στις φυλακές της Πρετόρια.
Ο Μανώλης Δημελλάς είναι ο δημιουργός
του μοναδικού ελληνικού ντοκιμαντέρ
«LIVE AND LET LIVE – Δημήτρης Τσαφέντας:
Ένα οδοιπορικό στην πολυτάραχη ζωή του»,
Πρόκειται για την πιο αξιόλογη
κινηματογραφική έρευνα για τον Τσαφέντα,
σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος έκανε γνωστή
τη ζωή και τη δράση του τυρρανοκτόνου.
Γεννημένος στις 14 Ιανουαρίου 1918
από τον Κρητικό Μιχάλη Τσαφαντάκη
και την ντόπια Αμίλια Βίλιανς,
μεγαλώνει με τη γιαγιά του Κατερίνα
στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Από τα οκτώ του χρόνια ζει με τη θετή του μητέρα,
Μαρίκα, στην Πρετόρια της Ν. Αφρικής,
για να μάθει αργότερα, στα 12 του, ότι είναι νόθος.
Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται
οργανωμένος στο κομουνιστικό κόμμα.
Στην ενηλικίωση ξεκινά (ως ναυτεργάτης)
τα ταξίδια του,
που θα κρατήσουν 20 ολόκληρα χρόνια.
Ταξίδια που έγιναν μύθος από τα γράμματα
που έστελνε στους γονείς του από όλα τα μήκη
και πλάτη του κόσμου: από την Αμερική
όπου νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο,
έπειτα από τορπιλισμό που δέχθηκε το πολεμικό
πλοίο που δούλευε, μέχρι τον Καναδά,
και από τη Γερμανία, την Πορτογαλία
και την Ολλανδία μέχρι και την Παλαιστίνη,
που - όπως λέει στο γράμμα του- η παρουσία του
στη χώρα έφερε βροχή και θεωρήθηκε
πολύ σπουδαίος.
Μια διαδρομή πολυτάραχη με σταθμούς
την Τουρκία, όπου δούλεψε και ως καθηγητής
ξένων γλωσσών στην Άγκυρα, αφού μιλούσε
άπταιστα περισσότερες από οκτώ γλώσσες,
αλλά και την Ελλάδα, όπου έζησε δύο χρόνια,
αλλά την κουβάλησε στην ψυχή του μια ζωή.
Στην Αφρική γυρίζει στις αρχές του 1960,
μετά από τον θάνατο του πατέρα του και ύστερα
από πρόσκληση και βοήθεια του γαμπρού του.
Το απαρτχάιντ όμως δεν τον δέχεται,
γιατί είναι κολοράτος: ούτε άσπρος ούτε μαύρος.
Οι συγγενείς του δεν αντέχουν την γκρίνια του,
αλλά και η ελληνική κοινότητα, μέσα στην οποία
προσπαθεί να επιβιώσει, δεν του δίνει σημασία.
Ένα πιάτο φαΐ, καφές, αλλά -όπως πάντα- είναι
ένας άνθρωπος χωρίς όνομα, δίχως ταυτότητα,
χωρίς καμιά αποδοχή.
Κομουνιστής αλλά και χριστιανός, γνωρίζει
στο Κέηπ Τάουν μια οικογένεια μαύρων.
Όχι μόνο μένει μαζί τους, αλλά ζητά να αλλάξει
το χρώμα, που αναγράφεται στο διαβατήριό του
και να γίνει μαύρος, για να παντρευτεί την κόρη τους.
Την ίδια περίοδο πιάνει δουλειά στην βουλή.
Περίεργο λένε πολλοί.
Πώς μπήκε ένας μικτής καταγωγής σε έναν χώρο,
όπου μόνο λευκοί μπορούσαν;
Μα μιλούσε πολλές γλώσσες και ήταν πανέξυπνος,
λένε άλλοι. Στις 14:30 την 6/9/1966
κατάφερε 4 μαχαιριές
στον πρωθυπουργό της χώρας Φερβούντ.
Στην ανάκριση είπε πως έπαιρνε εντολές
από ένα σκουλήκι που ζούσε μέσα στο στομάχι του.
Δύο ψυχίατροι κατέληξαν : είναι ψυχοπαθής.
Ο δικαστής έκρινε πως δεν μπορεί να δικάσει ένα ζώο.
Δίκη δεν έγινε ποτέ.
Μεταφέρθηκε όμως στις φυλακές υψίστης ασφαλείας
της Πρετόρια.
Εκεί, σε ένα κελί, που χωρά ίσα ίσα ένα κρεβάτι,
βασανίζεται πολλές φορές την μέρα, ενώ ακούει
αλλά και βλέπει να κρεμούν θανατοποινίτες.
Εκεί γνωρίζεται με τον καταδικασμένο για δράση
κατά του απαρτχάιντ Αλέξη Μουμπάρη
και του λέει σε μια ανάπαυλα από τα βασανιστήρια
“ …τον σκότωσα τον νταή τους…”
και ενώ ο Μουμπάρης κάνει την περίφημη απόδραση
ο Μίμης παραμένει στην ίδια φυλακή μέχρι
που ο Μαντέλα ανεβαίνει στην εξουσία
και τον βάζει σε ψυχιατρείο.
Στο Στέρκφοντειν
(θυμίζει περισσότερο ψυχιατρικές φυλακές)
ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής, αν και ήθελε
να περάσει τα τελευταία χρόνια του στην Ιεριχώ.
Λιγοστοί περνούν να τον δουν.
Ακόμη πιο λίγοι, τέσσερις Έλληνες
και τρεις ντόπιοι, τον συνοδεύουν
στην τελευταία του κατοικία στις 10/10/1999.
Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει τάφος,
παρά μόνο μια πέτρα στο σημείο που είναι θαμμένος.
Πηγή: Πατρίς
Τα κίνητρα της δολοφονίας
παραμένουν μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστα.
Ο ίδιος ο Μίμης Τσαφέντας
δεν δικάστηκε ποτέ ουσιαστικά.
«Αν λησμονήσουμε τις αξίες μας, αν ξεχάσουμε
τι πάει να πει άνθρωπος, αν κρίνουμε τον διπλανό μας
από το χρώμα, από τη μυρωδιά ή από το αν μας μοιάζει
ή όχι, τότε άνθρωποι σαν τον Μίμη Τσαφέντα
θα αλλάζουν την ιστορία σαν θεοί και εμείς
θα αναρωτιόμαστε ήταν τρελός ή ήρωας;»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου