Ο βίος και η πολιτεία του ανδρός, που με μόλις 200 άνδρες αναχαίτισε
τον Μάιο του 1821, τους 6.000 πεζούς και ιππείς στρατιώτες του Μουσταφάμπεη
στη Μάχη του Βαλτεστίου, είναι η περίπτωση που ο ακαδημαϊκός
Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος είχε συνοψίσει σε πρόσφατη συνέντευξη του:
«Οι σωτήρες της Ελλάδας πέθαναν ή στη φυλακή ή στην εξορία».
Το χέρι που «μαρμάρωσε» κρατώντας το σπαθί
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός ως Νικηταράς, ο αγωνιστής
που συνετέλεσε στην υποχώρηση του Δράμαλη και σύμφωνα με ιστορικές πηγές,
έσπασε τρεις πάλες (σπαθί σαν δρεπάνι) με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε,
ενώ στο τέλος της μάχης, το χέρι του «μαρμάρωσε» και δεν μπορούσε
να αφήσει την πάλα, πέρασε από δίκη, φυλακίστηκε, κατέληξε τυφλός
και πάμπτωχος να επαιτεί -με επίσημη «άδεια επαιτείας»- κάθε Παρασκευή,
στο σημείο όπου βρίσκεται η εκκλησία της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά
(τότε δεν είχε ακόμη ανεγερθεί).
Ο Νικηταράς ορκιζόταν στο σπαθί του:
Να με φάει το σπαθί του Νικηταρά αν λέω ψέματα...
Ο Κολοκοτρώνης τον έλεγε Αρχάγγελο Μιχαήλ και Άγιο Γεώργιο.
Μετά την απελευθέρωση διορίζεται υπασπιστής του Καποδίστρια.
Επί Όθωνα κατηγορείται για συνωμοσία κατά του βασιλιά -«πληρώνει»
την αντίθεση του στους Βαυαρούς και τον φόβο τους ότι μία ομάδα, η γνωστή
ως «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», στοχεύει στην άνοδο Ρώσου στον ελληνικό θρόνο.
Άλλωστε, το κατηγορητήριο αφορούσε και στον αδελφό
του πρώτου Κυβερνήτη, Γεώργιο Καποδίστρια.
Κατόπιν της «απειλητικής επέμβασης του Μακρυγιάννη» ο Νικηταράς
αποφυλακίζεται μετά από σχεδόν δύο χρόνια.
Είναι όμως τυφλός -έπασχε από διαβήτη, χωρίς να το γνωρίζει,
η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα κατά τη φυλάκιση- και λησμονημένος.
Λέγεται ότι η μία του κόρη τρελάθηκε από θλίψη με τον εκτοπισμό
και εγκλεισμό του πατέρα της.
Ήταν γνωστό ότι στη φυλακή υπέστη βασανισμούς
και εξευτελισμούς από τους δεσμοφύλακες.
Το 1843, όταν ο Όθωνας αναγκάζεται να δώσει σύνταγμα στην Ελλάδα,
του απονέμεται ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη.
Το μοναδικό λάφυρο του από τον πόλεμο, ένα αδαμαντοστόλιστο,
δαμασκηνό σπαθί -που συναγωνιστές του τον έπεισαν να πάρει- το είχε προσφέρει
σε έρανο που είχε κάνει η προσωρινή κυβέρνηση της Ύδρας
για να αρματώσει τον ελληνικό στόλο.
Χωρίς περιουσία στην Αρκαδία και στην Αργολίδα, όπου έζησε κάποια χρόνια
(στους Μύλους), καταλήγει πάμπτωχος σε ένα ταπεινό σπίτι στην Καστέλλα.
Μάλιστα, του δίνεται «άδεια επαιτείας» - ένα είδος ανταμοιβής
της ευγνωμονούσας Ελλάδας.
Πεθαίνει σε ηλικία 67 ετών.
Ο Νικηταράς τάφηκε πλάι στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη
(όπως ήταν η επιθυμία του) στο Α Κοιμητήριο Αθηνών.
Τον επικήδειο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας,
τον δε επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος.
Τσάμικος,
στίχοι Νίκος Γκάτσος,
μουσική Μάνος Χατζιδάκις
Στα κακοτράχαλα τα βουνά
με το σουράβλι και το ζουρνά
πάνω στην πέτρα την αγιασμένη
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής
κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Δική τους είναι μια φλούδα γης
μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς
για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα
απ’ το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς
κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.
Από την Ήπειρο στο Μοριά
κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά
το πανηγύρι κρατάει χρόνια
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός
Νικήτα τον ονόμαζαν, Νικηταράς ωστόσο
στην ιστορία έμεινε αλλά και Τουρκοφάγος
Ο ανιψιός του στρατηγού, σύντροφος στους αγώνες
για μια πατρίδα λεύτερη με δίχως αφεντάδες.
Ωστόσο, κι όσο έζησε στην λεύτερη πατρίδα
την πίκρα μόνο γνώρισε και την αχαριστία.
Χαρτογιακάδες, ερπετά, «γλύφτες» και κάποιοι άλλοι
αφού τον ταλαιπώρησαν τον έκαναν επαίτη.
Περήφανε Νικηταρά, δεν έσκυψες κεφάλι
και το ποτήρι το πικρό το ‘πιες χαμογελώντας.
Πάν Καρτσωνάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου