Η Αθήνα στα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν ήταν
τίποτα παρά μία μικρή και ασήμαντη πόλη
στην ακμάζουσα οθωμανική αυτοκρατορία.
Όλοι και όλοι οι κάτοικοι της, μουσουλμάνοι, χριστιανοί (ορθόδοξοι και καθολικοί)
και κάποιοι λίγοι σκλάβοι μετά βίας ξεπερνούσαν τις 10.000.
Η πόλη τελείωνε στην πλατεία Συντάγματος και το μεγαλύτερο μέρος της ήταν
στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται η Πλάκα, το Μοναστηράκι, και το Γκάζι.
Οι πρώτες μαρτυρίες καταγράφονται τουλάχιστον 100 χρόνια μετά
από την πτώση της Πόλης και από την στιγμή που πλέον έχει γίνει καθεστώς
η Οθωμανική κυριαρχία. Οι μαρτυρίες προέρχονται κυρίως από ξένους περιηγητές
που είτε από την αρχαιολατρία είτε από περιέργεια επισκέπτονται την πόλη
που γεννήθηκε η Δημοκρατία για να δουν πως είναι κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Αρκετοί από αυτούς στον δρόμο της επιστροφής θα φιλοξενήσουν
στις αποσκευές τους και ένα κομμάτι από την αρχαία ιστορία της πατρίδας μας,
η οποία εκείνη την εποχή δεν έχαιρε και ιδιαίτερης εκτίμησης
τόσο από τους Οθωμανούς όσο και από την πλειοψηφία των Ελλήνων
που συνέχιζε να θεωρεί, μετά από την επικράτηση του χριστιανισμού,
τα αντικείμενα αυτά κομμάτι της εποχής της ειδωλολατρίας.
Σε θρησκευτικό επίπεδο οι ορθόδοξοι Αθηναίοι απολάμβαναν
θρησκευτική ελευθερία και οι περισσότεροι περιηγητές αναζητώντας
στις εκκλησίες εντοιχισμένες επιγραφές, εντυπωσιάζονταν από τον μεγάλο αριθμό
των εκκλησιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου,
οι οθωμανικές αρχές παρότρυναν τους Αθηναίους να αναγείρουν
και άλλες εκκλησίες, εκείνοι αρνούνται
(σ.σ. φοβούμενοι πιθανόν μεγαλύτερη φορολογία), γεγονός που προκαλεί
την δυσαρέσκεια των Οθωμανών.
Οι περισσότεροι περιηγητές παρουσιάζουν την συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων ειρηνική και σε κάποιες φορές να ενώνονται για να αντιμετωπίσουν θεομηνίες.
Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Hobbouse από την επίσκεψη του στην Αθήνα
την άνοιξη του 1810: «Κατά το μήνα Μάρτιο, το χρόνο της επίσκεψής μας,
μία φοβερή ξηρασία είχε θορυβήσει τους Αθηναίους για τη μελλοντική
συγκομιδή τους: έκαναν προσευχές και ιερές τελετές σε αυτό τον τόπο
για εννέα διαδοχικές ημέρες, τρεις από τις οποίες αφιερώθηκαν στους Μωαμεθανούς,
τρεις στους Χριστιανούς, και τρεις στους ξένους και τους σκλάβους.
Οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο φαράγγι, στα χωράφια του καλαμποκιού
και κάτω από τους κίονες (στο ναό του Ολυμπίου Διός).
Ο μωαμεθανός ιερέας προσευχήθηκε για όλους και όλος ο κόσμος,
οποιασδήποτε θρησκείας και πεποίθησης, έπρεπε να συμμετέχει στις προσευχές. (...)»
Μία από τις συνήθειες της εποχής που ουσιαστικά ξεκίνησε από την οθωμανική
αυτοκρατορία και στην συνέχεια βρήκε αποδοχή
και στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν αυτή του καφέ.
Όπως αναφέρετε χαρακτηριστικά στην έκθεση, η ιστορία και η συνήθεια του καφέ
και των καφενείων είναι συνυφασμένη με την ιστορία και την παγίωση
της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθ'όσον ο καφές και τα πρώτα καφενεία
εμφανίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα.
Έκτοτε, είναι γνωστό ότι ο καφές εξαπλώθηκε σε όλες τις περιοχές
της αυτοκρατορίας στα σπίτια, στο σεράι, στα μοναστήρια.
Ο Pietro della Valle εισήγαγε τον καφέ στην Ιταλία στις αρχές του 17ου αιώνα.
Τόσο οι ιδιαιτερότητες του καφέ, όπως η αφύπνηση και η διαύγεια,
όσο και η άνθηση των πρώτων καφενείων στην Ανατολή, με έντονα τα σημάδια
και τον παλμό της κοινωνικής συναναστροφής, της νωχέλειας,
αλλά και των έντονων πολιτικών ιστοριών και συζητήσεων
που πυροδοτούνταν εκεί, προκάλεσαν διχογνωμίες και αντιπαραθέσεις
στους υψηλά ιστάμενους και για μεγάλο διάστημα απαγορευόταν
η λειτουργία των καφενείων.
Ο Εβλιά Τσελεμπή δεν αναφέρει καφενεία όταν επισκέπτεται την Αθήνα,
μίας και εκείνα τα χρόνια του βενετοτουρκικού πολέμου στην Κρήτη μάλλον
τελούσαν υπό απαγόρευση.
Οι Stuart και Revett στην εισαγωγή του έργου τους Antiquities of Athens
αναφέρονται στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο καφενείο στην Ποικίλη Στοά,
στο σημερινό Μοναστηράκι.
Ένα φλιτζάνι καφέ ήταν ένδειξη περιποίησης στους καλεσμένους και στους επισκέπτες,
αλλά και μία οκά καφές ήταν ένα καλό δώρο ή μπαξίσι στους μωαμεθανούς
αξιωματούχους, που δεν έπιναν κρασί.
Επί πλέον ήταν ένα δώρο που συχνά αποτελούσε ένα καλό “εισιτήριο” για την Ακρόπολη.
Κοντά φυσικά στον καφέ και ο καπνός που καλλιεργείται στα Γιαννιτσά
αλλά φθάνει για στέγνωμα στην Αθήνα με αρκετά σπίτια
να είναι – όπως περιγράφουν οι περιηγητές – στολισμένα με φύλλα καπνού.
Στο χώρο της εκπαίδευσης – και τότε – τα πράγματα δεν ήταν και τόσο καλά.
Μετά από την επίσκεψη του στην Αθήνα ο Charlemont το 1749 αναφέρει:
«Αυτή η πόλη που στο παρελθόν υπήρξε εκπαιδευτήριο για ολόκληρο τον κόσμο,
έχει τώρα μόνο δύο ελεύθερα σχολεία, που έχουν ιδρυθεί από έναν Αθηναίο έμπορο
από τη Βενετία, ο οποίος προσφέρει σε καθένα
από τους δασκάλους 150 πιάστρες ετησίως.
Αυτά τα σχολεία δεν έχουν πολλούς μαθητές , ένα πρόβλημα που ίσως οφείλεται
σ' ένα μεγάλο βαθμό στα ελαττώματα των δασκάλων,
οι οποίοι μου φάνηκαν τελείως αμαθείς.
Αλλά δεν είναι όλοι έτσι.
Είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε μία προσωπικότητα τελείως διαφορετικού τύπου,
τον πατέρα Παΐσιο, ηγούμενο της Αγίας Συριανής (Καισαριανή),
μίας μονής στο όρος Υμηττός. (...)
Επιθυμώντας να καταστήσει το ταλέντο του χρήσιμο στη χώρα του,
έχει μετατρέψει τη μονή σε ένα είδος κολεγίου, όπου αρκετοί από τη νεολαία
της Αθήνας εκπαιδεύονται με τον πιο κατάλληλο τρόπο».
Ελάχιστες αναφορές υπάρχουν για την ζωή των γυναικών στην Αθήνα
της περιόδου εκείνης.
Για τις περισσότερες η κοινωνική ζωή ήταν το εκκλησίασμα και η επίσκεψη στα λουτρά.
Ο John Fuller αναφέρει για τις Αθηναίες του 1821,
λίγο πριν η φλόγα της επανάστασης φθάσει και στην Αθήνα: « Οι Αθηναίες
έχουν τη φήμη ότι είναι πιο ζωηρές και χαρούμενες από τις γυναίκες
της χώρας τους γενικά.
Κάποιες από αυτές μπορούσαν να μιλήσουν ιταλικά με αρκετή ευκολία
και δεν υστερούσαν σε ικανότητες όσον αφορά τις ευρωπαϊκές εξελίξεις».
Όμως και τα προηγούμενα χρόνια ένα μεγάλο μέρος των Αθηναίων φαίνεται ότι
απολάμβανε τη ζωή παρά τον οθωμανικό ζυγό.
Ο Henry Holland κατά την επίσκεψη του στην σημερινή πρωτεύουσα
το 1812 σημειώνει:«Μας δόθηκε μία ακόμη ευκαιρία να γνωρίσουμε
την αθηναϊκή κοινωνία σε μία χοροεσπερίδα, την οποία διοργάνωσε ο κ. Νορθ
για τους κατοίκους της. Δεν ήταν μία καινούργια ψυχαγωγία για αυτούς,
μιας και συχνά διοργάνωναν τέτοιου είδους διασκεδάσεις
στους Άγγλους επισκέπτες τους.
Στην εν λόγω χοροεσπερίδα παρευρέθησαν περισσότεροι από 90 Αθηναίοι,
μεταξύ των οποίων περίπου 30-40 γυναίκες, όλες ντυμένες με ελληνικές φορεσιές
και πολλές από αυτές στολισμένες με πλούσια κοσμήματα.
Ο ρωμαίικος χορός κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος,
εναλλασσόμενος κατά διαστήματα με τον αρβανίτικο, ο οποίος αυτή τη φορά
ήταν εξευγενισμένος και λιγότερο άγριος σε σχέση με τον αυθεντικό χορό.
Το θέαμα ήταν περίεργο και διασκεδαστικό.
Όχι μόνο η προετοιμασία και τα κουτσομπολιά κατά τη διάρκεια
της χοροεσπερίδας, αλλά και τα διαφόρων ειδών σκάνδαλα τα οποία ακολούθησαν(...)».
Τέλος, φυσικά και δεν ήταν όλα ρόδινα στις σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων
στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Αθήνα και φυσικά σημαντικό ρόλο έπαιζε
το ποιος ήταν κυβερνήτης στην πόλη.
Το πρώτο εικονογραφημένο βιβλίο που τυπώθηκε στην Οξφόρδη το 1617
αφηγείται τα βάσανα που πέρασε στα χέρια των Τούρκων πριν φύγει από την Αθήνα
για την Αγγλία το 1608 ένας Έλληνας ο Χριστόφορος Αγγέλου.
Το βιβλίο παρουσιάζει την ιστορία του σκληρού Οθωμανού κυβερνήτη (βοεβόδα),
του οποίου τα διοικητικά καθήκοντα ανατέθηκαν στον kizlar – agasi
λόγω της κακομεταχείρισης των ντόπιων, μετά από παρέμβαση
της Βασιλικής, μίας Ελληνίδας παλλακίδας στο σεράι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου