Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ο θάνατός του ενέτεινε την παγκόσμια κατακραυγή.


Σαν σήμερα, 27 Μαΐου, του 1963, 
ο Γρηγόρης Λαμπράκης πεθαίνει 
στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης. 
Τέσσερις μέρες νωρίτερα είχε τραυματιστεί σοβαρά 
από παρακρατικούς, 
μετά από εκδήλωση για την ειρήνη και τον αφοπλισμό. 
Ο θάνατός του ενέτεινε την παγκόσμια κατακραυγή
 και προκάλεσε πολιτική κρίση. 
Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε 
μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, 
με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο 
του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο
 από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο
 σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή
 αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο
 για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά 
και η κυβέρνηση της χώρας. Το κλίμα ήταν τεταμένο 
και την κηδεία του Λαμπράκη στην Αθήνα 
παρακολούθησε πλήθος 500.000 ανθρώπων, 
φωνάζοντας συνθήματα κατά της δολοφονίας.
Ήδη, στη Θεσσαλονίκη είχαν ξεκινήσει οι ανακρίσεις 
για το «ατύχημα», από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη 
και τον εισαγγελέα Δημήτριο Παπαντωνίου, 
υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών
 Παύλου Δελαπόρτα. Αργότερα ο Παπαντωνίου 
αντικαταστάθηκε 
από τον εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη. Αν και η ηγεσία 
της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή 
προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία 
και να εκφοβίσει τους μάρτυρες, η ανακριτική ομάδα 
(παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις 
που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 
και μετέπειτα -το 1967- πρωθυπουργό της χούντας
 Κωνσταντίνο Κόλλια) κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει
 ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα
 και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του. 
Έτσι, τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη
 ακολούθησαν τρανταχτά ονόματα 
της πανίσχυρης χωροφυλακής 
Θεσσαλονίκης, όπως οι Κωνσταντίνος Μήτσου, 
επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, Ευθύμιος Καμουτσής, 
διευθυντής αστυνομίας, Κωνσταντίνος Δόλκας
 και άλλοι οι οποίοι παραπέμφθηκαν για παράβαση 
καθήκοντος. Στους ηθικούς αυτουργούς 
συμπεριλαμβανόταν ο πρόεδρος της παρακρατικής
 οργάνωσης στην οποία ανήκε ο Γκοτζαμάνης, 
Ξενοφών Γιοσμάς (που, λόγω της δράσης του 
στην κατοχή, είχε καταδικαστεί ως δοσίλογος 
και, ακριβώς για τον λόγο αυτό, αποκαλείται συχνά 
κοροϊδευτικά "Φον Γιοσμάς") και ο υπομοίραρχος 
Εμμανουήλ Καπελώνης, διοικητής του αστυνομικού 
τμήματος Τούμπας. Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης
 έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας 
Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος 
«Δίωξης Κομμουνιστών» ο οποίος την ημέρα 
του εγκλήματος (σύμφωνα με μαρτυρία 
του Εμμανουηλίδη και άλλων) είχε μιλήσει 
σε συγκέντρωση παρακρατικών στο 5ο Αστυνομικό 
Τμήμα Θεσσαλονίκης, δίνοντας οδηγίες
 για την «αντισυγκέντρωση» και τονίζοντας ότι 
«απόψε στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Τελικά, 
για τον φόνο καταδικάστηκαν οι Γκοτζαμάνης
 και Εμμανουηλίδης, ενώ ο Γιοσμάς καταδικάστηκε
 μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης.
Η κατακραυγή για τη δολοφονία Λαμπράκη 
και τις αποκαλύψεις για την άμεση εμπλοκή
της αστυνομίας, ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε 
σε παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή μέσα 
σε λιγότερο από τρεις βδομάδες από το έγκλημα 
(11 Ιουνίου 1963). Σχηματίστηκε άμεσα νέα κυβέρνηση 
της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη, μετέπειτα 
υπουργό εξωτερικών της χούντας. Το Σεπτέμβριο 
ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης σε συμφωνία
 με τον εισαγγελέα Δελαπόρτα διέταξε την προφυλάκιση
 των ανώτατων αξιωματικών της χωροφυλακής, 
διαλύοντας κάθε αμφιβολία στην κοινή γνώμη 
για την εμπλοκή κράτους και παρακρατικών 
στη δολοφονία Λαμπράκη. Το Νοέμβριο διεξήχθησαν 
εθνικές εκλογές τις οποίες κέρδισε η Ένωση Κέντρου. 
Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», 
της οποίας πρώτος πρόεδρος εκλέχτηκε
 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η δίκη των φυσικών και ηθικών αυτουργών
 έγινε το 1966 σε πολύ διαφορετικό πολιτικό κλίμα. 
Η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου είχε ανατραπεί 
με τα Ιουλιανά και η πλειοψηφία της Βουλής 
(ΕΡΕ και βουλευτές της Ένωσης Κέντρου 
που την είχαν εγκαταλείψει) στήριζε κυβέρνηση 
υπό το Στέφανο Στεφανόπουλο. 
Παρά την εισαγγελική πρόταση (εισαγγελέας έδρας
 ο Παύλος Δελαπόρτας), οι ένορκοι έκριναν ομόφωνα 
αθώους τους περισσότερους
 από τους σημαντικούς κατηγορούμενους, 
βρίσκοντας ένοχους μόνο τους 
δύο φυσικούς αυτουργούς και τον Φον Γιοσμά. 
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας είχε ζητήσει
 την ενοχή των ανώτατων αξιωματικών, λέγοντας: 
«Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών,
 δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών,
 εμφανίζεται -προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους 
ιδιοτελείς σκοπούς- ως προστάτης κοινωνικών
 καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων 
και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. 
Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό
 πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη
 νεοπλασία της κοινωνίας;»
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής εκτοπίστηκαν
 μετά το πραξικόπημα του 1967 στα Γιούρα ενώ
 και ο ανακριτής Σαρτζετάκης συνελήφθη
 και φυλακίστηκε για μήνες. 
Αργότερα, το 1985, ο Σαρτζετάκης εκλέχτηκε 
Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :