Το Τείχος του Βερολίνου (στα γερμανικά Berliner Mauer)[1],
«τείχος της ντροπής» για τους Γερμανούς της δύσης και επισήμως αποκαλούμενο
από την ανατολικογερμανική κυβέρνηση ως «αντιφασιστικό τείχος προστασίας»,
ανεγέρθηκε στην καρδιά του Βερολίνου με αφετηρία το βράδυ
μεταξύ της 12ης και της 13ης Αυγούστου του 1961
από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ)[2], η οποία επιχείρησε
με αυτό τον τρόπο να θέσει ένα τέλος στην ολοένα και αυξανόμενη φυγή
των κατοίκων της προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ)[2][3].
Το τείχος, συνιστώσα της εσωτερικής γερμανικής συνοριογραμμής,
αποτελούσε ένα φυσικό σύνορο μεταξύ του Ανατολικού Βερολίνου
και του Δυτικού Βερολίνου για διάστημα άνω των 28 ετών, ενώ αποτελούσε
το σημαντικότερο σύμβολο μιας Ευρώπης διχοτομημένης
από το σιδηρούν παραπέτασμα.
Κάτι παραπάνω από ένα απλό τείχος, επρόκειτο για μια σύνθετη στρατιωτική
κατασκευή η οποία περιείχε δύο τείχη ύψους 3,6 μέτρων[4]
με διάδρομο περιπολίας, 302 παρατηρητήρια και συστήματα συναγερμού,
14.000 φύλακες, 600 σκυλιά και καλωδιωτά πλέγματα.
Ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατόμων υπήρξαν θύματα
προσπαθειών διάβασης του τείχους.
Ωστόσο, φαίνεται ότι οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες
και οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν τους φυγάδες.
Αίσθηση προκαλεί μια ανακοίνωση της ΚΝΕ, της νεολαίας του ΚΚΕ,
με αφορμή την επέτειο των 30 χρόνων από την πτώση του Τείχους
του Βερολίνου και την κατάρρευση του ολοκληρωτικού καθεστώτος
της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, η ΚΝΕ χαρακτηρίζει το Τείχος του αίσχους
ως «Αντιφασιστικό Προστατευτικό Τείχος», το οποίο φτιάχτηκε
γιατί ...«η ΓΛΔ είχε κάθε δικαίωµα να προστατεύσει την εργατική εξουσία
από την ιµπεριαλιστική επιθετικότητα».
Όπως αναφέρει η οργάνωση, «η πτώση του τείχους αποτέλεσε
σηµείο καµπής στην πορεία νίκης της αντεπανάστασης».
Αντί για δικό μας σχόλιο:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου