Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Θα μείνουν για πάντα, αναπάντητα αυτά τα εύλογα ερωτήματα; (αλλά και "φωτογραφικό" αφιέρωμα)

Τo καλοκαίρι του 2001 δόθηκε στο χώρο
 των Στηλών του Ολυμπίου Διός μια συναυλία 
του διάσημου ανά τον κόσμο συνθέτη 
Βαγγέλη Παπαθανασίου υπό την πλήρη 
χρηματοδότηση της NASA. 
Ο λόγος της πραγματοποίησης αυτής της συναυλίας
 ήταν η αποστολή σήματος εικόνας και ήχου στον....Άρη!
 Η γνωστή ΜΥΘΩΔΙΑ, μετά την παγκόσμια
 προβολή της προκάλεσε ποικίλα σχόλια..
Είναι περιττό να πούμε οτιδήποτε, 
απλώς αναρωτηθείτε ορισμένα πράγματα:
1) Για ποιό λόγο η NASA δαπάνησε 
περίπου 6 εκατομμύρια Ευρώ 
για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας συναυλίας; 
2) Για ποιό λόγο η συναυλία αυτή , με τόσο μεγάλη 
σημασία για τη NASA, πραγματοποιήθηκε 
στην Ελλάδα και συγκεκριμένα 
στους στύλους του Ολυμπίου Διός; 
3) Γιατί επιλέχτηκε Ελληνική σύνθεση
 και όχι κάποια σύνθεση από άλλη χώρα; 
4) Γιατί οι στίχοι της Μυθωδίας είναι 
στα Αρχαία Ελληνικά; 
5) Για ποιό λόγο οι εικόνες που επιλέχθηκαν 
να σταλούν στον Άρη, τις οποίες θα δείτε 
στο πρώτο μέρος της συναυλίας μέσα 
από το βίντεο αυτό, δείχνουν εκτός φυσικά 
της Ακροπόλεως, προτομές του Δία,
 της Αθηνάς, του Περικλέους, καθώς 
και άλλων Αρχαίων Ελλήνων αλλά και Ολύμπιων θεών; 
6) Και το σημαντικότερο.....μέσα από τους στίχους
 θα καταλάβετε ότι γίνεται επίκληση 
στο Δία έτσι ώστε να κατέβει στη γη.
Αλλά καλύτερα να δείτε το βίντεο που ακολουθεί:
Πώς γκρεμίστηκαν οι περισσότερες
 από τις 104 κολώνες 
που ζύγιζαν 364 τόνους;
Ήταν ο μεγαλύτερος ναός της Ελλάδας 
στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια. 
Όμως ο ναός του Ολύμπιου Δία είχε ήδη
 ξεκινήσει να χτίζεται το 515 π.Χ. από τον εγγονό 
του Πεισίστρατου, τον Πεισίστρατο τον νεότερο.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο Πεισίστρατος
 ξεκίνησε την ανέγερση του ναού ακολουθώντας 
τη γνωστή τακτική πολλών άλλων τυράννων, 
οι οποίοι κρατούσαν τον πληθυσμό απασχολημένο,
 ώστε να μην εξεγείρεται ενάντια
 στη σκληρή διακυβέρνηση. 
Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία όμως, 
τον ναό είχε θεμελιώσει ο Δευκαλίωνας,
 ο γενάρχης των Ελλήνων, για να τιμήσει το Δία
 που τον έσωσε από τον κατακλυσμό. 
Με την πτώση της τυραννίας του Πεισίστρατου, 
η ανέγερση του ναού διακόπηκε. 
Λέγεται μάλιστα, ότι κομμάτια του χρησιμοποιήθηκαν 
για να χτιστεί το τείχος του Θεμιστοκλή, 
γύρω στα 479 π.Χ.
Πολλοί προσπάθησαν να συνεχίσουν
 την ανοικοδόμηση του ναού, 
όπως ο Αντίοχος Δ’ βασιλιάς της Συρίας 
και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος. 
Τελικά όμως, ο ναός του Ολυμπίου Διός 
αποπερατώθηκε το 132 μ.Χ. από τον Αδριανό
 ο οποίος ήρθε στην Αθήνα το 124 μ.Χ.,
 έγινε Αθηναίος Πολίτης και έκανε πολλά σημαντικά
 έργα για την πόλη. Σε ένα τείχος που χώριζε τη νέα 
από την παλιά Αθήνα της εποχής, εκεί κοντά,
 έχτισε και τη γνωστή Πύλη που πήρε το όνομά του. 
Στην τελική του μορφή, ο ναός του Ολυμπίου Διός 
είναι φτιαγμένος από πεντελικό μάρμαρο.
 Ο ρυθμός του είναι Κορινθιακός. 
Το μήκος του ξεπερνά τα 100 μέτρα
 και το πλάτος του τα 40. 
Όσο για τις περίφημες κολόνες του,
 συνολικά ήταν 104. 
Είχαν ύψος 17 μέτρα και διάμετρο 2,6 μέτρα
 ενώ καθεμιά ζύγιζε 364 τόνους!
Από το 500 μ.Χ. ο ναός σταδιακά ερειπώθηκε 
και οι κολόνες άρχισαν να πέφτουν. 
Μέχρι τις αρχές
του 19ου αιώνα όρθιες στέκονταν μόλις 16. 
Όμως μια φοβερή καταιγίδα το 1852 έριξε άλλη μία, 
η οποία κείται στην ίδια θέση μέχρι σήμερα. 
Εκείνη την εποχή, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης,
 επηρεασμένος από το γεγονός, έγραψε το ποίημα:
 «Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν 
στήλην του Oλυμπίου Διός»
Και έτσι ξεκίνησε ο καυγάς… αρκετά αργότερα,
 βέβαια. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν πρέπει 
να λέμε «οι στήλες του Ολυμπίου Διός»
 ή «οι στύλοι του Ολυμπίου Διός». 
Ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία των Αθηνών
 συζητιέται μέχρι σήμερα όχι για τη γλώσσα του, 
αλλά για τη γραμματική του….
Προς την υπό λαίλαπος δεινής
 κρημνισθείσαν
 στήλην του Oλυμπίου Διός
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης

Σβήνοντ’ αστέρια φλογερά μες στου ουρανού τα βάθη·
εμπρός μου ακλόνητο βουνό εσάλεψε κ’ εχάθη
μες στου πελάου το βάραγγα... Kι ωστόσο είχα πιστέψει
ότι δεν θα ’τον αρκετή για να σε καταστρέψει
της μοίρας όλ’ η δύναμις... Aγαπητό μου χτίριο, 
λησμονημένης γενεάς άταφο μεγαθήριο! 
Δέξου το μοιρολόγι μου... 
               Όταν σε βλέπω, κλαίω... 
Σα να ’σουν ραχοκόκαλο προκατακλυσμιαίο
οι χρόνοι σ’ εξεκλείδωσαν, και κάθε σου σφοντύλι
τώρα στο χώμα σέπεται και το πατούν οι σκύλοι... 
Aκατανόητος θυμός, οργή Θεού, κατάρα!... 
να ’ρχονται πάντ’ ανέλπιστες βροντές, σεισμός, αντάρα
ό,τι κι αν έχομε ψηλό, θεόρατο, μεγάλο, 
να μας το ρίχνουν καταγής το ’να σιμ’ από τ’ άλλο! 

Ποιος δε φθονεί τη μοίρα σου! Σκέλεθρο χαλασμένο
να μένει ολόρθο είν’ άσχημο· καλύτερα γειρμένο! 
Άμετρες είδες γενεές να λάμψουν, να γεράσουν, 
να λιώσουνε σαν το κερί... Bαρβάρους να περάσουν
σα σίφουνας κατάμαυρος... Άκουσες το σφυρί τους
να σου συντρίβει το κορμί... ένιωσες την πνοή τους
επάνωθέ σου να διαβεί και να σε κιτρινίσει
σα φύλλο π’ άσπλαχνος βοριάς περνώντας έχει ψήσει. 
Ύστερα... νύχτα φοβερή, κρυφό χτικιό, νεκρίλα, 
γεράματ’, αποκάρωμα και φράγκικη σαπίλα. 

Περνά κι αυτό τ’ ανάθεμα, διαβαίν’ η λέπρα, η ψώρα, 
κ’ ευθύς επλάκωσ’ άλλο φιό την έρημή σου χώρα· 
την όργωσαν κατάσαρκα τα τούρκικα λεπίδια
κ’ είδες παντού τη σάρκα της να σέρνεται κοψίδια. 
Πόλεμος ατελείωτος για τετρακόσιους χρόνους
με πείνα, με ξεκλήρισμα, με σίδερα, με πόνους· 
φωτιά παντού και θέρισμα... Mια μέρα το δρεπάνι
του Xάρου σαν κ’ εστόμωσε... είπε κ’ εκείνο «φθάνει!» 
O κόσμος εξανάσανε... Nα ’θε’ βαστάξει ακόμα, 
χίλιες φορές καλύτερα. Έμαθ’ αυτό το χώμα
να το ποτίζουν αίματα, κι όταν διψά στειρεύει... 
Oλόγυρά σου κοίταξε... δε βλέπεις;... τι δε ρεύει;... 

Kι ωστόσο συ δεν έπεσες! Oλόρθο κυπαρίσσι
τα μνήματά μας να τηράς η μοίρα σ’ είχε αφήσει. 
Oι χρόνοι εφεύγαν φτερωτοί κ’ η νεκρική ευμορφιά σου
έμενε πάντοτ’ άφθαρτη... Mια μέρα εκεί σιμά σου
ακούστηκε άγριος σάλαγος... Στερνή ταπεινοσύνη, 
αλλόκοτη, ανυπόφορη σόμελλε να ’ν’ εκείνη... 
Eπάνω στ’ αντικέφαλο μιας άλλης αδερφής σου
κόσμος μυρμήγκιαζε πολύς στα χείλη της αβύσσου
και με φωνές, μ’ αλαλαγμούς ανεβοκατεβαίνουν
σφελάγγια αγεροκρέμαστα, στ’ αγώγι τους πεθαίνουν
και στον βαρύ τον κάματο... Σκοτίδιασε, νυχτώνει... 
Σκορπούν οι αλιτήριοι... Xαράζει, ξημερώνει... 
K’ εκεί π’ όταν εδιάβαινε στο φλογερό του δρόμο
ο ήλιος μας εστύλωνε το μάτι του με τρόμο, 
είδες εκεί, μαυρόμοιρη, σιχαμερό σκουλήκι, 
αγνώριστο παράλλαμα, την πέτρινή του θήκη, 
σκλαβιάς σημάδι φοβερό, εμπρός σου έναν δερβίση
           μισουρανίς να χτίσει!... 

Eίχε σημάν’ η ώρα σου. Στ’ άγριο πέρασμά του
μια νύχτα σ’ έσπρωξε ο βοριάς με τα πλατιά φτερά του
κι όλη σ’ εσώριασε στη γη... Σκέλεθρο χαλασμένο
να μέν’ ολόρθο είν’ άσχημο, καλύτερα γειρμένο... 

(από το Aριστοτέλης Bαλαωρίτης B΄. 
Ποιήματα και Πεζά, Ίκαρος 1981)
Το ποίημα, του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια :