Ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, διευθυντής της Βιβλιοθήκης ασχολήθηκε
με τους φυσικούς αριθμούς και λέγεται πως επινόησε το «σείστρο», μια μέθοδο
για την ανακάλυψη νέων πρώτων αριθμών.
Το ίδιο θέμα λέγεται πως μελέτησε και ο Ευκλείδης.
Ο Εύδοξος ο Κνίδιος, της Ακαδημίας του Πλάτωνα, έγινε γνωστός
μια την ανάπτυξη μιας πρώιμης μεθόδου ολοκλήρωσης.
Ο Πάππος, σοφός του 4ου αιώνα, ήταν ένας από τους τελευταίους Έλληνες
μαθηματικούς, ο οποίος επικεντρώθηκε στους μεγάλους αριθμούς
και τη μέτρηση των ημικυκλίων.
Ο Θέων και η κόρη του Υπατία συνέχισαν τις σπουδές στα μαθηματικά,
σχολιάζοντας έργα των προγενεστέρων τους,
αλλά κανένα από τα έργα τους δε διασώθηκε.
Για την Αίγυπτο μια τέτοια γνώση ήταν ουσιαστική, καθώς η ετήσια πλημμύρα
του Νείλου έσβηνε τα φυσικά ορόσημα ανάμεσα σε διαφορετικές ιδιοκτησίες.
Επίσης, για την Αλεξάνδρεια ήταν ζωτικής σημασίας η χρήση των ουράνιων
κινήσεων για τη ναυσιπλοΐα, αφού ήταν κέντρο εξαγωγής παπύρου
και σιτηρών για όλες τις χώρες της Μεσογείου και η συντόμευση
των ταξιδιών ήταν απαραίτητη.
Οι προγενέστεροι αστρονόμοι είχαν επικεντρωθεί
στα θεωρητικά μοντέλα του σύμπαντος.
Οι Αλεξανδρινοί ήταν εκείνοι που προχώρησαν σε λεπτομερείς παρατηρήσεις
και μαθηματικά συστήματα, τα οποία μετέτρεψαν την αστρονομία
σε εφαρμοσμένη επιστήμη.
0 Ερατοσθένης , υπολόγισε την περιφέρεια της γης με σχετική ακρίβεια
και προχώρησε στην υπόθεση, πως όλες οι θάλασσες επικοινωνούν μεταξύ τους.
Στη συνέχεια αποφάνθη πως είναι δυνατός ο περίπλους της Αφρικής
και ισχυρίστηκε πως είναι δυνατόν να φτάσει κανείς στις Ινδίες,
πλέοντας δυτικά από τις Ηράκλειες Στήλες.
Ο Ίππαρχος με τη σειρά του, επινόησε το μήκος και το πλάτος, εισάγοντας
το σύστημα διαίρεσης του κύκλου σε 360 μοίρες.
Επίσης, υπολόγισε τη διάρκεια του έτους με ακρίβεια της τάξης
των 6 λεπτών και κατασκεύασε χάρτη των αστερισμών και των άστρων.
0 ίδιος προχώρησε στην υπόθεση πως τα άστρα γεννιούνται και πεθαίνουν.
Τέλος, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος εφάρμοσε την αλεξανδρινή τριγωνομετρία
για να εκτιμήσει την απόσταση και το μέγεθος του ήλιου και της σελήνης,
ενώ ταυτόχρονα διατύπωσε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος,
για την οποία κατηγορήθηκε σφοδρά.
Οι αλεξανδρινοί γεωμέτρες επεξεργάστηκαν τις αρχές που έθεσαν
οι προγενέστεροι Έλληνες μαθηματικοί με νέα στοιχεία, τα οποία άντλησαν
από τις βαβυλωνιακές και αιγυπτιακές πηγές γνώσης.
Λέγεται πως ο Δημήτριος ο Φαληρέας προσκάλεσε τον Ευκλείδη να διδάξει
στην Αλεξάνδρεια, το έργο του οποίου «Στοιχεία» υπήρξε η βάση
της γεωμετρίας επί σειρά αιώνων.
Οι διάδοχοί του, ιδιαίτερα ο Απολλώνιος του 2ου π.Χ. αιώνα
και ο Ίππαρχος του 2ου μ.Χ. αιώνα, συνέχισαν την έρευνά του
στα κωνικά σχήματα.
Ο Αρχιμήδης, ένας από τους πρώτους σχολαστικούς, που συνδέονταν
με την Αλεξάνδρεια εφάρμοσε τις αστρονομικές και γεωμετρικές θεωρίες
στην κίνηση μηχανικών συσκευών.
Ανάμεσα στις εφευρέσεις του, κατατάσσονται ο μοχλός και ο κοχλίας,
ενώ διατύπωσε και την αρχή της άνωσης.
Η υδραυλική με τη σειρά της είναι μια επιστήμη που γεννήθηκε
στην Αλεξάνδρεια, πάνω στη βάση των «Πνευματικών» του Ήρωνα
και γνώρισε μεγαλειώδη ανάπτυξη.
Οι Αλεξανδρινοί ανέπτυξαν, επίσης, την επιστήμη της ανατομίας, καθώς είχαν
το πλεονέκτημα της μελέτης πολλών ειδών από το ζωολογικό πάρκο
που βρισκόταν σύμφωνα με τις περιγραφές κοντά στη Βιβλιοθήκη,
αλλά και παρατηρήσεις των μεθόδων ταρίχευσης, σύμφωνα
με τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου.
Ένας από τους πρώτους επιστήμονές της, ο Ηρόφιλος, συνέλεξε και συνέθεσε
τον κώδικα του Ιπποκράτη και προχώρησε σε δικές του μελέτες.
Αυτός, πρώτος διαχώρισε τα νεύρα και τον εγκέφαλο ως ενιαίο σύστημα,
καθόρισε τη λειτουργία της καρδιάς, την κυκλοφορία του αίματος
και άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά.
Ο διάδοχός του Ερασίστρατος επικεντρώθηκε στο πεπτικό σύστημα
και τα αποτελέσματα της διατροφής και διατύπωσε τη θεωρία
πως η διατροφή, τα νεύρα και ο εγκέφαλος επιδρούν στις νοητικές ασθένειες.
Τελικά, κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Γαληνός διεξήγαγε εκτενείς έρευνες,
τις οποίες συνέθεσε σε δεκαπέντε βιβλία για την ανατομία
και την τέχνη της ιατρικής.
Υπάρχουν μαρτυρίες πως στη Βιβλιοθήκη ενσωματώθηκαν έργα
και από άλλα έθνη.
Ο Διόδωρος μας παρέχει μια περιγραφή του τι συνέβαινε στα πρώιμα στάδια
της Βιβλιοθήκης. «Όχι μόνον», λέγει, «παρείχαν οι ιερείς τα αρχεία τους,
αλλά πολλοί, επίσης, από τους Έλληνες που έφτασαν ως τις Θήβες,
συνέθεσαν ιστορίες της Αιγύπτου, ένας από τους οποίους
ήταν ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης».
Με τούτο το σχόλιο, δύο ονόματα έρχονται κατά νου, ο Μανέθων και ο Εκαταίος.
Ο Μανέθων είναι ο φημισμένος αρχιερέας της Ηλιούπολης, με μεγάλες γνώσεις
για τις παραδόσεις της χώρας του.
Ο Πτολεμαίος, μάλιστα, τον συμβουλεύτηκε για την υιοθέτηση του Σάραπι
ως επίσημη θεότητα για τη νέα δυναστεία του.
To έργο του Μανέθωνα ήταν να συλλέγει πληροφορίες από τα «ιερά αρχεία»,
έτσι ώστε να κατορθώσει να συνθέσει μια πλήρη αιγυπτιακή ιστορία
στα Ελληνικά (Αιγυπτιακά), την οποία αφιέρωσε στον Πτολεμαίο Β΄.
Εξαιτίας της αναμφισβήτητης γνώσης του για τη γλώσσα,
αλλά και την ιστορία της Αιγύπτου, το πλήρες έργο του θα είχε μοναδική
σημασία για τις επόμενες γενεές.
Δυστυχώς, όμως, σώθηκε μόνον αποσπασματικά.
Παρόλα αυτά οι χρονολογικές ταξινομήσεις του για τις αιγυπτιακές
δυναστείες και τους βασιλείς είναι ανυπολόγιστης αξίας για την αρχαιολογία
και την ιστορία, όπως και η ταξινόμηση των Φαραώ σε τριάντα δυναστείες
και τρεις μείζονες περιόδους, οι οποίες υιοθετούνται ακόμη
από τους σύγχρονους Αιγυπτιολόγους.
Όσον αφορά τον Εκαταίο, ήταν ένας από τους Έλληνες συγγραφείς
που προσκάλεσε ο Πτολεμαίος Α' να μείνουν στη χώρα του
και να γράψουν την ιστορία της.
Τα Αιγυπτιακά του δεν σώθηκαν ολοκληρωμένα, αλλά μεγάλα
αποσπάσματά τους, ενσωματώθηκαν στις «Ιστορίες» του Διόδωρου.
Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα επιβίωσε ως το πολυτιμότερο έργο
στην ιστορία των μεταφράσεων και είναι αναπόσπαστο κομμάτι
όλων των βιβλικών μελετών.
Αυτό το λαμπρό επίτευγμα του πολιτισμού δεν έμελλε να επιβιώσει.
Η πρώτη μεγάλη καταστροφή έρχεται με την πολιορκία του Ιουλίου Καίσαρα
στο Βρουχείον από τον Αχίλα.
Θέλοντας να εμποδίσει τον αντίπαλό του από την ελεύθερη είσοδο στο λιμάνι,
ο Ιούλιος Καίσαρας έκαψε το ρωμαϊκό του στόλο, αποτελούμενο από 72 πλοία,
μαζί με εκείνα που κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία.
Η φωτιά μεταδόθηκε στην ξηρά στο λιμάνι και τότε κάηκε
η βιβλιοθήκη του Βρουχείου..
. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι το γεγονός πως από την εποχή
της ρωμαϊκής κατάκτησης άρχισε η κατάπτωση και η καταστροφή.
Όχι μόνον σταμάτησε η απόκτηση νέων χειρογράφων, αλλά τα πολυτιμότερα
από αυτά έπαιρναν το δρόμο για τη Ρώμη.
Οι μεγάλες ταραχές και συχνές πολιορκίες επιτάχυναν την αποσύνθεση.
Η συμφορά επί Καρακάλλα είδαμε πως έπληξε ιδιαίτερα το Μουσείο.
To 270 στην πολιορκία του Αυρηλιανού κατασκάφτηκε το μεγαλύτερο
τμήμα του Βρουχείου.
Με τη σειρά του στον Σουΐδα αναφέρεται πως ο Διοκλητιανός
στο τέλος του 3ου αιώνα έλαβε νομοθετικά μέτρα για τη διοίκηση
των βιβλιοθηκών και έδωσε εντολή να καούν τα χειρόγραφα
που πραγματεύονταν την αιγυπτιακή χημεία.
Η δεύτερη καταστροφή συνέβη επί αυτοκράτορα Καρακάλλα.
Ο Καρακάλλας, επιθυμώντας να εκδικηθεί τους Αλεξανδρινούς
για τα δηκτικά τους σχόλια σε βάρος του, όχι μόνον κατέσφαξε
όλη τη νεολαία της ευγενούς τάξης, αλλά και δήμευσε και την περιουσία
του Μουσείου, του ενός από τα τρία φημολογούμενα κτίρια της Βιβλιοθήκης,
έδιωξε τους σοφούς και κατέστρεψε τη βιβλιοθήκη.
Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει σχετικά
«Και δη τους φιλοσόφους, τους Αριστοτελικούς ονομαζόμενους,
τα τε άλλα δεινώς εμίσει, ώστε και τα βιβλία αυτού (του Αριστοτέλη)
κατακαύσαι εθελήσαι και τα συσσίτια, α εν τη Αλεξανδρεία είχον,
τας τε λοιπάς ωφελείας όσας εκαρπούντο αφείλετο».
Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος προσπάθησε να επανορθώσει
τo αδίκημα, ανανεώνοντας τα συσσίτια και επιστρέφοντας όσα δημεύθηκαν,
αλλά από τότε το Μουσείο άρχισε να οδηγείται προς την παρακμή,
υφιστάμενο μάλιστα και την αντίπραξη της Κατηχητικής Σχολής.
Το 391, με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου,
καταστράφηκε ο ναός του Σέραπι, ως αποκορύφωμα του διατάγματος
της 24ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, επί Θεοδοσίου και σε μια περίοδο
που ήδη αρκετά ιερά της υπαίθρου αλλά και μερικοί ναοί των πόλεων
καταστράφηκαν από χριστιανούς.
Στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο υπάρχουν τα τεκμήρια μιας μεγάλης καταστροφής.
Έρχεται και η αραβική κατάκτηση το 642, για να ολοκληρώσει την καταστροφή.
Ο Αμπντούλ Φαράγκ, μονοφυσίτης επίσκοπος και ιστορικός του 13ου αιώνα
αναφέρει τα εξής: O Ιωάννης Φιλόπονος (490-570 μ.Χ),
περίφημος βιβλιόφιλος, εξαιτίας της εύνοιας που απολάμβανε
από τον κατακτητή Αμρ ελ Ας, πέτυχε να του δοθούν όλα τα βιβλία της πόλης.
Έδειξε τόσο μεγάλη χαρά και επαίνεσε τόσο την αξία των παπύρων,
ώστε ο Αμρ ζήτησε και τη γνώμη του χαλίφη Ομάρ.
«Αν περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και το Κοράνιο είναι περιττά.
Αν περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια», του απάντησε εκείνος.
Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη
για τα τετρακόσια λουτρά της πόλης.
To γεγονός επαναλαμβάνει μετά από μισό αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ,
αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου