Ο τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε
να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια,
δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή
σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται
στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.
Σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς
και Μέμη Σπυράτου ( Ντουέτο )
Ο τόπος μας είναι κλειστός
( Μυθιστόρημα, Ι', Γιώργος Σεφέρης )
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
και αυτός αλήθεια που ήμουνα
Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά
Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Πέρασε μέσα μου Έγινε
αυτός που είμαι
Η ώρα τρεις της νύχτας
λάλησε μακριά πάνω απ' τα παραπήγματα
ο πρώτος πετεινός
Είδα για μια στιγμή τους Όρθιους Κίονες
τη Μετόπη με Ζώα Δυνατά
και Ανθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία
Πήρε όψη ο Ήλιος
Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου
ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν
και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Αυτοί αλλά και όλοι οι στίχοι που ακολουθούν
είναι του Οδυσσέα Ελύτη΄από το Άξιον εστί
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω
που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή
προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!
Εζυγίσανε τη χαρά μου
και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε
και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν,
με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός
τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Ο ποιητής των νεφών και των κυμάτων
κοιμάται μέσα μου!
Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Δεν μπορώ η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα.
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.
Οι φωτογραφίες που χρησιμοποίησα
είναι των μεγάλων μας φωτογράφων
ΣΠΥΡΟΥ ΜΕΛΕΤΖΗ
ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΦΑ
NELLY'S (ΕΛΛΗ ΣΕΡΑΙΔΑΡΗ)
ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
ΤΑΚΗ ΤΛΟΥΠΑ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι
ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι
τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη
ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης.
Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει
κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου
τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν
απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου.
ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων
τα βουνά τα βαρύθυμα τα μαστοφόρα
τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας
τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα.
Τα γεμάτα ψιλόβροχο σαν μοναστήρια
τα χωμένα στο πούσι των προβάτων
τα ήρεμα πηγαίνοντας καθώς βουκόλοι
με το μαύρο ζιμπούνι και με το πανωμάντιλο.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου
το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους
η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ' το χώμα
το τραγούδι που είπε η Λυγερή στον Άδη.
Την σημερινή μου εγγραφή την αφιερώνω
στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο
και ειλικρινά του εύχομαι
καλό ταξίδι.
Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος
ήταν ένας ποιητής
της κινηματογραφικής εικόνας.
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=cHSoNDlTDAs
Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός
Νυν η ταπείνωση των Θεών
Νυν η σποδός του Άνθρωπου
Νυν Νυν το μηδέν
και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!
Τα όνειρά τους πάντα έσπερναν,
οι ποιητές, στον κόσμο
πασπαλισμένα αίματα,
ελπίδες μα και ψέμα.
Με λέξεις μόνο έχτιζαν,
τον κόσμο τους και ζούσαν
στοές τριγύρω σκάβοντας,
τούνελ για να ξεφύγουν.
Ισορροπούν οι ποιητές,
ακροβατούν στο τώρα,
βυθίζονται μες τη στιγμή
και πέφτουνε στο μέλλον . . . . .
Καρτσωνάκης Πάν
2009
ΠΗΓΗ: http://petra.pblogs.gr/



























Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου